Η συζήτηση για κίνητρα στους εμβολιασμένους και υποχρεωτικότητα εμβολιασμού σε υγειονομικούς και εργαζόμενους σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, έχει ανοίξει για τα καλά.
Οι πληροφορίες αναφέρουν από τις 15 Ιουλίου και μετά, ενώ στο μεταξύ θα έχει παραδοθεί σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής αλλά και θα έχει περάσει ένα εύλογο διάστημα από τα μέσα Ιουνίου, οπότε και κάθε ενήλικας θα έχει πρόσβαση σε όλα τα εμβόλια, θα ανακοινωθούν κίνητρα για πλήρως εμβολιασμένους. Νωρίτερα, από 1ης Ιουλίου και μετά, οι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις θα έχουν απαλλαγεί της υποχρέωσης διενέργειας εβδομαδιαίου self test.
Οι τελικές αποφάσεις ακόμη αργούν, ωστόσο κάποιες πρώτες σκέψεις υπάρχουν ήδη στο τραπέζι. Τέτοιες είναι να θεσπιστούν κίνητρα σε ιδιοκτήτες κλειστών χώρων ψυχαγωγίας, όπως, εστιατόρια, μπαρ, κινηματογράφοι, θέατρα, προκειμένου να επιτρέπουν την είσοδο μόνο σε όσους διαθέτουν πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Ταυτόχρονα και με βάση πάντα τις προτάσεις της σχετικής επιτροπής, συζητείται όσοι υγειονομικοί και εργαζόμενοι σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων αρνούνται τον εμβολιασμό να μεταφέρονται από την πρώτη γραμμή σε άλλες θέσεις.
Στο τραπέζι βρίσκονται εισηγήσεις ακόμη και για «ποινές» σε ζητήματα που άπτονται της επαγγελματικής τους εξέλιξης και της μοριοδότησης. Τα παραπάνω θα τεθούν σε εφαρμογή σε χρόνο που θα επιλεγεί και με δεδομένο ότι σύντομα όλα τα εμβόλια θα είναι διαθέσιμα για όλους.
Στα ζητήματα αυτά, δηλαδή τόσο στον υποχρεωτικό μόνιμο εμβολιασμό όσων εργάζονται στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, όσο και στις αλλαγές που θα έλθουν όσον αφορά την εστίαση και τους εμβολιασμένους, αναφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός.
«Ουδείς το φθινόπωρο θα μπορεί να απαγορεύσει πχ σε έναν επιχειρηματία της εστίασης να πει ότι δέχεται μόνο εμβολιασμένους», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Το παράδειγμα της Ιταλίας
Η συζήτηση για την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών σε ειδικές επαγγελματικές ομάδες, όπως οι υγειονομικοί, έχει ανοίξει σε ελάχιστες μέχρι σήμερα ευρωπαϊκές χώρες.
Η αιτία είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών, οι υγειονομικοί και άλλες κατηγορίες πληθυσμού, των οποίων η εργασία συνδέεται με τη δημόσια ασφάλεια και υγεία, έσπευσαν μαζικά να εμβολιαστούν από την πρώτη στιγμή.
Όχι, όμως και στην Ιταλία, παρ’ ότι απεβίωσαν από τον κορονοϊό την πανδημική χρονιά περισσότεροι από 17.000 υγειονομικοί.
Η τραγική πραγματικότητα δεν στάθηκε ικανή να κάμψει τις αμφιβολίες τους για το εμβόλιο.
Η κυβέρνηση Ντράγκι αναγκάστηκε στα μέσα Απριλίου να θεσπίσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τον κορονοϊό, με νομοθετική διάταξη που αφορά σε επαγγελματίες του τομέα της υγείας και επαγγελματίες υγειονομικού ενδιαφέροντος, δηλαδή όσους ασκούν τις δραστηριότητές σε εγκαταστάσεις υγείας, κοινωνικής και κοινωνικής πρόνοιας, δημόσια και ιδιωτικά, φαρμακεία, παραφαρμακεία και επαγγελματικά εργαστήρια.
Η διάταξη νόμου είναι η πρώτη σχετική που εκδόθηκε στην Ευρώπη και αναφέρει χαρακτηριστικά πως (οι ανωτέρω προαναφερθέντες): «υποχρεούνται να υποβάλλονται σε δωρεάν εμβολιασμό για την πρόληψη της μόλυνσης από SARS-CoV-2.
Ο εμβολιασμός αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος και για την εκτέλεση των υπηρεσιών εργασίας που παρέχονται από τα υπόχρεα υποκείμενα.
Ο εμβολιασμός πραγματοποιείται σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται από τις περιφέρειες, τις αυτόνομες επαρχίες και άλλες αρμόδιες υγειονομικές αρχές, σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιέχονται στο σχέδιο».
Σύμφωνα με τη διάταξη νόμου, που ήρθε να ταράξει τα νερά και στην Ιταλία, οι υγειονομικοί σε περίπτωση που αρνηθούν να εμβολιαστούν και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι υγείας, αντιμετωπίζουν από εργασιακή υποβάθμιση (με μειωμένες αποδοχές) έως αναστολή εργασίας χωρίς αμοιβή.
Ο εργαζόμενος που αρνείται να εμβολιαστεί τοποθετείται σε άλλο πόστο ώστε να μην έρχεται σε επαφή με κόσμο, αναλαμβάνοντας καθήκοντα ακόμα και υποδεέστερα, με την ανάλογη αμοιβή που αντιστοιχεί στα εκτελούμενα καθήκοντα και τα οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν ενέχουν κίνδυνο εξάπλωσης της μόλυνσης.
Όταν δεν είναι δυνατή η ανάθεση καθηκόντων, για την περίοδο αναστολής, τότε δεν οφείλονται αμοιβές, λοιπές αποδοχές ή απολαβές.
Σύμφωνα με τη διάταξη η αναστολή παραμένει σε ισχύ έως ότου εκπληρωθεί η υποχρέωση εμβολιασμού ή, ελλείψει αυτής, έως την ολοκλήρωση του εθνικού σχεδίου εμβολιασμού και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2021.
Επισημαίνεται ότι η Ιταλία δεν υιοθέτησε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, για τους εργαζόμενους άλλων κλάδων, όπως ο τουρισμούς και η εστίαση, που συμβάλλουν τα μέγιστα στο ΑΕΠ της χώρας.
Στην πράξη, η ιταλική κυβέρνηση θεσπίζοντας, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων, σε νοσηλευτικές, υγειονομικές, φαρμακευτικές υπηρεσίες, εγκαταστάσεις κοινωνικής πρόνοιας και επαγγελματικά εργαστήρια, κατέστησε αυτόν προαπαιτούμενο άσκησης του επαγγέλματος και παροχής σχετικών υπηρεσιών.
Η δικαιολογημένη και νόμιμη άρνηση του εργαζόμενου να εμβολιαστεί προϋποθέτει πιστοποιημένους λόγους υγείας και μόνο, αποκλείοντας λοιπούς λόγους, όπως ιδεολογικούς, θρησκευτικούς, και εν γένει προσωπικούς.
Ο διεθνής προβληματισμός
Από την έναρξη των εμβολιαστικών προγραμμάτων, οι υγειονομικοί φορείς διεθνώς, όπως το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και πολλοί άλλοι, είχαν κρούσει το κώδωνα του κινδύνου ότι πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στον εμβολιασμό των υγειονομικών.
Είχαν υπολογίσει χωρίς τους άμεσα ενδιαφερόμενους, καθώς σε όλο τον κόσμο καταγράφονταν υψηλά ποσοστά άρνησης εμβολιασμού.
Τον Μάρτιο του 2021, στη Γερμανία, σε δημοσκόπηση που είχε γίνει στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, μόλις το 73% των γιατρών και το 50% των νοσηλευτών είχαν δηλώσει αποφασισμένοι να εμβολιαστούν.
Την ίδια εποχή, πληροφορίες ανέφεραν ότι και η Βρετανία εξετάζει κατά πόσον θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικό το εμβόλιο στους εργαζομένους του βρετανικού ΕΣΥ (ΝHS), ενώ παρόμοια ήταν προ μερικών μηνών η κατάσταση και στη Γαλλία.
Αν και δόθηκε απόλυτη προτεραιότητα στους υγειονομικούς, εντούτοις μέχρι τις αρχές Μαρτίου είχε εμβολιαστεί ένα ισχνό 30%, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Μακρόν να εξετάζει το ενδεχόμενο να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό σε αυτή την επαγγελματική κατηγορία.
Τελικά, το πρόβλημα της δυσπιστίας άρχισε να υποχωρεί και παράλληλα με την ευρεία εμβολιαστική κάλυψη στο γενικό πληθυσμό δεν χρειάστηκε οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών να λάβουν μέτρα, παρόμοια με της Ιταλίας. Τυχόν ωστόσο έξαρση της πανδημίας από το φθινόπωρο λόγω μεταλλάξεων δεν αποκλείεται να επαναφέρει τη συζήτηση και το διεθνή προβληματισμό.
Στην Ελλάδα, η αποδοχή του εμβολιασμού εντός κι εκτός Δομών Υγείας φαίνεται να είναι συνάρτηση του επιπέδου μόρφωσης με τους πιο μορφωμένους να δίνουν λιγότερο βάση σε θεωρίες συνωμοσίας και να καταγράφουν υψηλά ποσοστά εμβολιασμού όπως επισημαίνει από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος.
Ο πρόεδρος του ΠΙΣ προσθέτει ότι στα περισσότερα νοσοκομεία ένας στους τρεις νοσηλευτές μόνο έχει εμβολιαστεί και πως για τους υγειονομικούς ο εμβολιασμός είναι υποχρέωση προς τον ασθενή, τον συνάδελφο, τη δική του οικογένεια και την κοινωνία.