Ένα χρόνο μετά τη μαύρη επέτειο της εισβολής οπαδών του πρώην προέδρου Ταμπ στο Καπιτώλιο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Κογκρέσου για την επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις Προεδρικές εκλογές, το ποινικό σκέλος των όσων δραματικών συνέβησαν εκείνη την ημέρα βρίσκεται σε εξέλιξη, αρκετοί συμμετέχοντες - περίπου 700 - ήδη έχουν καταδικασθεί ή τελούν υπό δίωξη και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ διαβεβαιώνει ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη και όλοι οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν.
Τις ημέρες μετά την εισβολή, ένα μεγάλο μέρος των Ρεπουμπλικανών πολιτικών καταδίκαζε με οργή τόσο τα έκτροπα όσο και τη στάση του Προέδρου Trump, τον οποίο πολλοί θεωρούν πρωταρχικό υπεύθυνο, όχι μόνο γιατί καλλιέργησε και διέδωσε το «Μεγάλο Ψέμα» - όπως έχει χαρακτηριστεί από τους Δημοκρατικούς και όχι μόνο - των δήθεν κλεμμένων εκλογών, αλλά και για την ομιλία του που προηγήθηκε της εισβολής, κατά τη διάρκεια της οποίας προέτρεψε τους οπαδούς του να «βαδίσουν προς το Καπιτώλιο».
Φαινόταν πιθανό πολλοί από αυτούς να στηρίξουν τη δεύτερη απόπειρα παραπομπής και καθαίρεσης του, η οποία ακολούθησε. Τελικά, στη Βουλή των Αντιπροσώπων (όπου η θητεία των Βουλευτών είναι διετής) μόλις 10 από τους 211 Ρεπουμπλικάνους Βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του. Στη δίκη στη Γερουσία (όπου τα μέλη έχουν εξαετή θητεία) που ακολούθησε, μόλις 7 από τους 43 Ρεπουμπλικάνους Γερουσιαστές ψήφισαν υπέρ της καταδίκης του. Πολλοί περισσότεροι είχαν ψηφίσει εναντίον της επικύρωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών.
Η Βουλευτής Λιζ Τσένεϊ, κόρη του πρώην Αντιπροέδρου, αποπέμφθηκε από την ηγεσία του Κόμματος στη Βουλή επειδή στάθηκε απέναντι στον Trump και υποστηρίζει ακόμη και σήμερα ότι ουδεμία νοθεία υπήρξε και νόμιμα εξελέγη ο πρόεδρος Μπάιντεν. Στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που ακολούθησε μερικούς μήνες αργότερα, η πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών Βουλευτών υπερασπίστηκαν με πάθος τον πρώην Πρόεδρο.
Ο λόγος που το κύμα εσωκομματικής οργής εναντίον του πρώην Προέδρου ξεθύμανε τόσο γρήγορα ήταν προφανής: Σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, η εκλογική και κοινωνική βάση του Κόμματος παρέμεινε πιστή σε αυτόν, με σχεδόν τα 2/3 των ψηφοφόρων του να ασπάζονται την άποψη ότι οι εκλογές εκλάπησαν, ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν είναι νόμιμος πρόεδρος και άρα η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν μία λανθασμένη έκφραση δικαιολογημένης οργής.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν το σύνολο των Δημοκρατικών ψηφοφόρων, καθώς και η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών εν γένει πιστεύουν τα ακριβώς αντίθετα. Η χώρα είναι βαθιά διχασμένη όχι πάνω σε ένα ζήτημα εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής αλλά ως προς το θεμελιώδες θέμα της εγκυρότητας και νομιμότητας μίας προεδρικής εκλογής!
Ο ίδιος ο Donald Trump κάνει ότι μπορεί για να συντηρήσει το «Μεγάλο Ψέμα», εξυψώνοντας τους διαδηλωτές που σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, από τους αστυνομικούς που υπερασπίστηκαν το Καπιτώλιο, σε μάρτυρες του Κινήματος του και προσπαθώντας να ωθήσει Πολιτειακούς και Τοπικούς Αξιωματούχους του Κόμματος να προετοιμαστούν ώστε στις επόμενες εκλογές να είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί προκειμένου οι Δημοκρατικοί να «μην τις κλέψουν ξανά».
Πολλοί έχουν ανταποκριθεί, με Ρεπουμπλικανούς αξιωματούχους σε εφορευτικές επιτροπές που δέχτηκαν να επικυρώσουν το αποτέλεσμα των εκλογών να απομακρύνονται και να αντικαθίστανται από πιστούς οπαδούς του Trump, ενώ ο Υπουργός Εσωτερικών της Πολιτείας της Τζόρτζια, που έγινε διάσημος όταν αρνήθηκε να «βρει λίγες χιλιάδες ψήφους» κατά τηλεφωνική παράκληση του πρώην Προέδρου, ώστε να ανατραπεί η οριακή νίκη του Τζο Μπάιντεν, είδε τις εξουσίες του να περιορίζονται δραστικά με νόμο που πέρασε η Πολιτειακή Βουλή, με πρωτοβουλία συμμάχων του Τραμπ.
Στις εκλογές του επόμενου Νοεμβρίου, σαφές προβάδισμα να κερδίσουν το εσωκομματικό χρίσμα και πιθανόν κατόπιν τις γενικές εκλογές, έχουν αυτοί οι πολιτευτές που είναι πρόθυμοι να ενστερνιστούν το «Μεγάλο Ψέμα». Είναι σχεδόν απίθανο ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ να μην πάρει το χρίσμα για τις επόμενες προεδρικές εκλογές, εφόσον το θελήσει, δεδομένης της δημοφιλίας του στις τάξεις των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Για τους περισσότερους Ρεπουμπλικάνους, η τραγικότητα της 6ης Ιανουαρίου 2021 συνίσταται όχι μόνο στην εισβολή στο Καπιτώλιο αυτή καθαυτή, αλλά επίσης στην επικύρωση μίας κάλπικης νίκης του Προέδρου Biden και τους θανάτους των «μαρτύρων» εισβολέων.
Ταυτόχρονα, στα μάτια των περισσότερων Δημοκρατικών, τα γεγονότα της ημέρας εκείνης και όσα έχουν ακολουθήσει, αποδεικνύουν ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι πια ξεκάθαρα το Κόμμα του Donald Trump, απόλυτα ριζοσπαστικοποιημένο, αδιάλλακτο, αυταρχικό και έτοιμο να κλέψει τις επόμενες εκλογές.
Ο εμβληματικότερος Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Άμπρααμ Λίνκολν είχε δηλώσει κάποτε ότι «ένας οίκος διαιρεμένος εναντίον του εαυτού του, δεν μπορεί να σταθεί». Ένα χρόνο μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο, τα δύο μεγάλα Κόμματα των ΗΠΑ θεωρούν το ένα το άλλο, όχι απλώς μεγάλο πολιτικό αντίπαλο, αλλά υπαρξιακή απειλή για τη Δημοκρατία στις ΗΠΑ. Ακόμη και ανάμεσα στα μέλη του Κογκρέσου, η παράδοση αμοιβαίου σεβασμού και συνεννόησης, που είναι απαραίτητη και για την ομαλή λειτουργία ενός φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος, έχει διαβρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού είναι δύσκολο για πολλούς να ξεχάσουν το σοκ που υπέστησαν εκείνη την ημέρα και για το οποίο θεωρούν συνυπεύθυνους και κάποιους συναδέλφους τους.
Στην καρδιά της σταθερότητας του δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού, φιλελεύθερου συστήματος, βρίσκεται η ιδέα ότι, όσο έντονες κι αν είναι οι πολιτικές διαφορές και τεράστιο το χάσμα ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, η μάχη δίνεται τελικά στην κάλπη, το αποτέλεσμα αναγνωρίζεται και κατόπιν ο νικητής κυβερνά και ο ηττημένος αναδιοργανώνεται εν όψει των επόμενων εκλογών, όλα αυτά εντός του συνταγματικού πλαισίου.
Η 6η Ιανουαρίου 2021 αποτέλεσε ένα βαρύ πλήγμα σε αυτό το θεμελιώδες συστατικό της συναίνεσης στην οποία βασίζεται η Αμερικανική Δημοκρατία και ποτέ μετά από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου το μέλλον της δεν φάνταζε περισσότερο δυσοίωνο. Μακάρι μέχρι να φτάσουμε στην πέμπτη μαύρη επέτειο της ημέρας εκείνης, τα αντισώματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να έχουν αποδειχθεί ισχυρότερα.
* Ο Νικόλας Νικολαϊδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ και δικηγόρος.