Του Αλέξανδρου Σκούρα*
Η φράση «εργασιακός μεσαίωνας» εδώ και αρκετά χρόνια βρίσκεται στα χείλη των εχθρών της μεταρρύθμισης και της εξυγίανσης των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Συνήθως συνοδεύεται από κραυγές για την προστασία των «κεκτημένων» δικαιωμάτων όπως ο κατώτατος μισθός, η «προστασία» των εργαζομένων από τις υπερωρίες, την κυριακάτικη εργασία, τη διαδικασία απόλυσης, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και άλλες ρυθμίσεις που στην ουσία τα συνδικαλιστικά όργανα κέρδισαν μέσω της πολιτικής πίεσης που άσκησαν στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Πώς θα αντιδρούσατε αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως τα κεκτημένα αυτά δικαιώματα στην ουσία κάνουν τους εργαζόμενους φτωχότερους; Ακούγεται παράδοξο όμως τα δεδομένα εκεί φαίνεται πως καταλήγουν.
Ξεκινάμε από το λογικό υπόβαθρο αυτού του ισχυρισμού. Ενώ τα κεκτημένα δικαιώματα έχουν ορατές σε όλους μας – ας πούμε θετικές – επιπτώσεις στα εργασιακά, οι υποστηρικτές τους συνήθως αγνοούν ή κρύβουν τις αθέατες επιπτώσεις τους. Για παράδειγμα, μία πιθανή αύξηση του κατώτατου μισθού έχει ορατές θετικές συνέπειες στο εισόδημα των εργαζομένων που σήμερα αμείβονται με αυτόν. Από την πρώτη κιόλας ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ, οι εργαζόμενοι αυτοί θα λάβουν περισσότερα χρήματα από τους εργοδότες τους. Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Υπάρχουν και τα ανώνυμα θύματα αυτής της αύξησης που για να τα εντοπίσουμε πρέπει να αναλογιστούμε τις μη ορατές συνέπειές της. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό είναι άνθρωποι με χαμηλή εξειδίκευση ή μηδαμινή έως ελάχιστη εμπειρία. Στην αγορά υπάρχει συγκεκριμένη ζήτηση εργαζομένων με αυτά τα γνωρίσματα. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κόστους απασχόλησης μοιραία θα επιφέρει και μείωση της ζήτησης των ανειδίκευτων εργαζομένων. Αυτή η λογική δεν βασίζεται σε κάποια φιλελεύθερη δοξολογία, είναι μία απλή εφαρμογή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Η πλειοψηφία των εμπειρικών δεδομένων από την παγκόσμια αγορά δείχνει ότι τα θύματα των αυξήσεων του κατώτατου μισθού είναι οι νέοι και οι μετανάστες, δηλαδή άνθρωποι χωρίς επαγγελματική εμπειρία ή χαμηλή εξειδίκευση.
Ομοίως, η προστασία των εργαζομένων από την απόλυση, είτε αυτή γίνεται με ποσοστώσεις είτε με αύξηση της αποζημίωσης, έχει ένα πολύ ορατό και θετικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους. Αποτελεί ένα πανίσχυρο αντικίνητρο που το κράτος επιβάλλει στους εργοδότες προκειμένου να προστατέψει τους εργαζόμενους από την ανεργία. Όμως ποια είναι η αθέατη πλευρά αυτής της πολιτικής; Φανταστείτε ότι βάσει νόμου, θα έπρεπε κάθε φορά που πηγαίνετε σε ένα «ραντεβού στα τυφλά» να καταλήγετε σε γάμο με το άτομο που μόλις γνωρίσατε. Πόσο συχνά θα πηγαίνετε σε «ραντεβού στα τυφλά;» Σωστά μαντέψατε, σπανίως ή και ποτέ. Ο λόγος είναι απλός και αφορά και τα εργατικά. Όσο πιο δύσκολο είναι να απολύσεις κάποιον, τόσο ποιο δύσκολο γίνεται και το να προσλάβεις κάποιον. Η καθηγήτρια Κάθι Κερέκες εξηγεί τον παραπάνω συλλογισμό στο παρακάτω βίντεο.
Φυσικά, το να εμβαθύνουμε στη λογική – μέσω του οικονομικού τρόπου σκέψης – λαμβάνοντας υπόψη και τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των κυβερνητικών πολιτικών δεν αρκεί για να πειστούν οι θιασώτες των «κεκτημένων.» Χρειάζεται και μία εμπειρική προσέγγιση των δεδομένων. Το Heritage Foundation και η Wall Street Journal κάθε χρόνο ανακοινώνουν τον παγκόσμιο Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας. Ο δείκτης αυτός μετράει την κρατική παρεμβατικό ήτα στην οικονομία και κατατάσσει όλες τις χώρες του κόσμου από την πιο ελεύθερη (με λιγότερο κρατικό παρεμβατισμό) στην πιο ανελεύθερη (με περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό). Συνολικά, η οικονομία μας το 2016 βρίσκεται στην 138η θέση ανάμεσα στο Μπαγκλαντές και τη Μοζαμβίκη. Με άλλα λόγια, η χώρα μας είναι πολύ κοντύτερα στον κομμουνισμό από την ελεύθερη αγορά. Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην πολιτική τάξη της χώρας μας που βρίσκει το φάντασμα του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική οικονομία ενώ βρισκόμαστε ποιο κοντά στη Βόρειο Κορέα από ότι στη Σουηδία.
Ο δείκτης αυτός λοιπόν, ανάμεσα σε άλλες πολλές παραμέτρους, μετράει και την κρατική παρέμβαση (ή την απουσία της) στα εργατικά. Η Ελλάδα μας είναι στην 136η θέση όσον αφορά τα εργατικά, δηλαδή αν ορίσουμε ως εργατικό μεσαίωνα την απουσία του κράτους από τα εργατικά, η χώρα μας είναι κοντά στην αποκορύφωση του «Διαφωτισμού» με ισχυρότατο έλεγχο και ανελαστικές ρυθμίσεις ακόμα και μετά τις μνημονιακές απορυθμίσεις. Στην ήπειρό μας, την Ευρώπη, κατατασσόμαστε 9οι από το τέλος, ή 36οι σε σύνολο 44 χωρών. Θα ήταν λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι οι χώρες που βρίσκονται στην κορυφή αυτού του δείκτη θα πρέπει είναι εξαθλιωμένες και να χαρακτηρίζονται από τον περίφημο εργασιακό μεσαίωνα. Οι χώρες αυτές είναι η Αμερική (πρώτη στον κόσμο), η Δανία (πρώτη στην Ευρώπη) ενώ χώρες όπως η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία και η Ιρλανδία βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα της Ευρώπης. Σε παγκόσμια κλίμακα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις 30 χώρες με τις πιο ευέλικτες εργασιακές σχέσεις ανέρχεται στις 25.078 δολάρια ενώ στις 30 τελευταίες στα 12.496 δολάρια.
Σε απλούς όρους, ο σκοπός ενός άρθρου σαν αυτό που μόλις διαβάσατε δεν μπορεί να είναι άλλος από το να προκαλέσει προβληματισμό όσον αφορά τις κορώνες της πολιτικής μας τάξης όταν αυτή αναφέρεται στον «εργασιακό μεσαίωνα» που τα «ξένα κέντρα» θέλουν να μας επιβάλλουν. Οι περισσότερες χώρες του πλανήτη που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη ζήλια μας όσον αφορά το επίπεδο ζωής έχουν περισσότερη οικονομική ελευθερία και είναι «εργασιακοί μεσαίωνες.»
*Ο Αλέξανδρος Σκούρας ζει και εργάζεται στην Ουάσιγκτον των Η.Π.Α. ως αναπ. διευθυντής διεθνών σχέσεων στη φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης Atlas Network. Είναι μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης και έχει πολυετή πείρα στην πολιτική επικοινωνία.