Στην ιστοσελίδα του περιοδικού Der Spiegel φιλοξενείται συνέντευξη της ειδικού σε θέματα καταπολέμησης της διαφθοράς, Χριστίνα Τρεμόντι με υπέρτιτλο «Η αντίπαλος της διαφθοράς στην Ελλάδα», τίτλο «Επέστρεψα για να καταπολεμήσω την άθλια νοοτροπία» και υπότιτλο «Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Χριστίνα Τρεμόντι ακολούθησε την αντίθετη πορεία: Εγκατέλειψε την καριέρα της στη Ν. Υόρκη – και τώρα πλέον μάχεται κατά της διαφθοράς στην πατρίδα της».
Όπως σημειώνεται εισαγωγικά στο δημοσίευμα, όταν η Χριστίνα Τρεμόντι πήρε το 2013 την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, ήταν τότε 23 ετών και είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Γέιλ, ένα από τα πανεπιστήμια της αμερικανικής ελίτ, ενώ παράλληλα κατείχε ήδη μία καλοπληρωμένη θέση σε μία μεσιτική εταιρεία στη Νέα Υόρκη. Παρά το γεγονός ότι τότε είχε μία ζωή που θα ονειρεύονταν πολλοί από τους συνομηλίκους της στην Ελλάδα, εκείνη ακολούθησε την οδό της επιστροφής στη χώρα της, που πληττόταν από την κρίση.
Στην ερώτηση γιατί έκανε αυτήν την επιλογή, τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα λόγω κρίσης, η κα Τρεμόντι απαντά: «Η ζωή είναι κάτι περισσότερο από έναν καλό μισθό».
Σημειώνει δε ότι διάβαζε τότε τα πρωτοσέλιδα και έβλεπε τις φωτογραφίες στον αμερικανικό Τύπο για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα της κρίσης και υπογραμμίζει: «Έβλεπα την Αθήνα να καίγεται και σκεπτόμουν: Αυτή είναι η πατρίδα μου. Δεν μπορώ να παρακολουθώ τη χώρα μου να καταστρέφεται».
Όπως επισημαίνεται κατόπιν, μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, η κα Τρεμόντι εργάζεται για την ελληνική κυβέρνηση και για λογαριασμό διεθνών οργανισμών ως ειδικός κατά της διαφθοράς. Παράλληλα, λόγω της δραστηριοποίησής της εναντίον των φαινομένων δωροδοκίας και υπέρ μίας μεταστροφής της νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία, έχει συμπεριληφθεί στη λίστα του περιοδικού FORBES ''30 κάτω από 30'', όπου προβάλλονται ταλαντούχοι άνθρωποι κάτω των 30 ετών.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η κα Τρεμόντι είναι πεπεισμένη για το γεγονός ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς είναι απαραίτητη για την Ελλάδα. Όπως παρατηρείται στο δημοσίευμα, η ειδικός μιλά την αγγλική γλώσσα άπταιστα και με φυσική προφορά, αλλά όταν αναφέρεται στο θέμα της δωροδοκίας, χρησιμοποιεί τον όρο «φακελάκι», που είναι η ελληνική έκφραση για τα φαινόμενα χρηματισμού των δημοσίων υπαλλήλων.
«Η Ελλάδα δεν καταστράφηκε από το "φακελάκι", αλλά από την ευρέως διαδεδομένη νοοτροπία που συναρτάται με το "φακελάκι": την πρόταξη του προσωπικού κέρδους σε βάρος του δημοσίου οφέλους», δηλώνει. Τονίζει ότι αυτή η αντίληψη του «εγώ πρώτα» διέπει ολόκληρο τον ελληνικό λαό και προσθέτει «από τις κατώτερες βαθμίδες έως ψηλά, στις ψηλότερες τάξεις όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις». Επιπρόσθετα, η κα Τρεμόντι τονίζει ότι επέστρεψε στη χώρα της «προκειμένου να καταπολεμήσει αυτήν την άθλια νοοτροπία, που καταστρέφει την Ελλάδα».
Ακολουθεί αναφορά στην πρωτοβουλία της κας Τρεμόντι να ιδρύσει μία ηλεκτρονική πλατφόρμα με την ονομασία «Έδωσα φακελάκι», μέσω της οποίας οι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν ανωνύμως για περιπτώσεις διαφθοράς. Όπως επισημαίνεται, στόχος αυτής της προσπάθειας είναι να σχηματιστεί μία κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό αυθεντική και αντιπροσωπευτική εικόνα της έκτασης του προβλήματος – και να υποδειχθούν οι πλέον πληττόμενοι τομείς από το συγκεκριμένο φαινόμενο.
Στο μεταξύ, συνεχίζει το δημοσίευμα, χιλιάδες Έλληνες έχουν κάνει χρήση της πλατφόρμας, ενώ πρώτα στη λίστα των καταγγελιών για περιπτώσεις χρηματισμού κα διαφθοράς έρχονται τα δημόσια νοσοκομεία. Η ίδρυση του συγκεκριμένου ιστοτόπου ήταν αποτέλεσμα ανάλογης προσωπικής εμπειρίας της κας Τρεμόντι, στην περίπτωση του παππού της, ο οποίος υπήρξε βετεράνος του Β'' Παγκοσμίου Πολέμου, έμεινε παράλυτος από τον ελληνικό εμφύλιο και νόσησε από καρκίνο του προστάτη. Όπως διηγείται η ίδια: «Τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο και το ιατρικό προσωπικό τον αγνοούσε. Μας είπαν ότι δεν υπήρχαν ελεύθερα κρεβάτια, όλοι οι γιατροί ήταν απασχολημένοι.
Αυτές ήταν ενδείξεις για το γεγονός ότι θα έπρεπε να δωροδοκήσουμε. Ήμασταν απελπισμένοι και εξαντλημένοι και κάναμε μια μικρή παραχώρηση». Κατόπιν τονίζει ότι η συγκεκριμένη εμπειρία την έκανε να ντραπεί και ταυτόχρονα να αγανακτήσει. «Ο παππούς ήταν σαν πατέρας για μένα. Με μεγάλωσε μαζί με τη μητέρα μου. Ήταν ο ήρωάς μας. Είχε δώσει τα πάντα γι'' αυτήν τη χώρα. Και μετά τον μεταχειρίστηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο».
Στο δημοσίευμα επισημαίνεται ακολούθως ότι το ζήτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προαπαιτούμενα, που έχουν συναρτήσει οι διεθνείς πιστωτές με τα πακέτα διάσωσης προς την Ελλάδα. Η χώρα για το σκοπό αυτό, όπως σημειώνεται, έχει λάβει σημαντική υποστήριξη και τεχνική γνώση από τους πιστωτές και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, ενώ η αριστερή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έθεσε ως ύψιστη προτεραιότητα τον αγώνα κατά του φαινομένου της διαφθοράς. Ωστόσο, παρατηρεί το δημοσίευμα, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ελλείψεις σε επίπεδο εισαγγελικών αρχών και υπηρεσιών κατά της διαφθοράς, ο ελληνικός λαός δεν βλέπει βήματα προόδου στον τομέα αυτό.
Όπως επισημαίνεται, στην πραγματικότητα καταγράφεται μία επιδείνωση της θέσης της χώρας στην επίκαιρη έκθεση του διεθνούς οργανισμού Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International), δεδομένου ότι η Ελλάδα το 2016 στην κατάταξη για την καταπολέμηση της διαφθοράς υποχώρησε από τη θέση 58 στη θέση 69. Και άλλες έρευνες καταδεικνύουν ότι η διαφθορά εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα – και μεταξύ αυτών που το καταγράφουν είναι και οι νεώτερες εκθέσεις των αρμόδιων ελληνικών αρχών.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν, το 15% των Ελλήνων υποχρεώθηκαν να πληρώσουν «κάτω από το τραπέζι», προκειμένου να εξασφαλίσουν την περίθαλψή τους σε νοσοκομεία. Την ίδια στιγμή, σε μία δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 2017, 96% των ερωτώμενων εταιρειών κατήγγειλαν ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη πρακτική. Υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται ακόμη μόνον στην Κύπρο, υπογραμμίζεται.
Παρά ταύτα, τονίζεται στο δημοσίευμα, η κα Τρεμόντι δεν εγκαταλείπει, ενώ σημειώνει ότι δεν υπάρχουν θαυματουργές λύσεις. «Χρειάζεται χρόνος. Η διαφθορά δεν μπορεί να εκριζωθεί εν μια νυκτί. Απαιτείται παιδεία, εξάσκηση και αλλαγή νοοτροπίας» τονίζει. Εκείνο ωστόσο που θεωρεί ως σημαντικότερο παράγοντα είναι η δημιουργία ενός πυρήνα νεότερων, ενεργητικότερων και προσανατολισμένων στις μεταρρυθμίσεις ανθρώπων και για το λόγο αυτό θεωρεί ότι είναι τόσο σημαντικός ο επαναπατρισμός όσων έχουν φύγει από την Ελλάδα.
«Κατανοώ γιατί φεύγει ο κόσμος. Αλλά είμαστε τελειωμένοι αν όλοι εμείς εγκαταλείψουμε το πλοίο», δηλώνει η κα Tρεμόντι, και τονίζει ότι όλοι θα πρέπει να θέσουν το ερώτημα στον εαυτό τους: «Αν εσύ είσαι μακριά, ποιος θα μιλήσει για σένα;». Τέλος, η κα Τρεμόντι δηλώνει αισιόδοξη ότι με τη βοήθεια και άλλων επαναπατριζόμενων Ελλήνων, η χώρα της θα μπορέσει γρήγορα να ανθίσει και πάλι, και υπογραμμίζει: «Χρειαζόμαστε την Ελλάδα 2.0. Και θέλω να είμαι κοντά όταν συμβεί αυτό».