Με τα κορονοπάρτι σε ξενοίκιαστα ακίνητα ή απομονωμένες μονοκατοικίες να έχουν γίνει «μόδα» και να διοργανώνονται πλέον με περίσσεια θράσους και απερισκεψίας σε ανοιχτούς χώρους όπως συνέβη πρόσφατα στο προαύλιο του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά και στην πλατεία της Κυψέλης με παρουσία DJ κιόλας για live μουσική(!) διαδίδεται στην κοινωνία το λάθος μήνυμα, καθώς ούτε έχουμε ξεμπερδέψει με τον κορονοϊό ούτε φυσικά οι νέοι -που συμμετέχουν σε αυτές τις συναθροίσεις- είναι άτρωτοι στη λοίμωξη Covid.
Για την ακρίβεια, από τότε που κυριάρχησε η βρετανική μετάλλαξη που είναι έως και 50% μεταδοτικότερη του κλασικού στελέχους, ο κορονοϊός διασπείρεται πολύ πιο εύκολα μεταξύ των νεαρών ηλικιών, δηλαδή των ανθρώπων που κυκλοφορούν περισσότερο έξω και συγχρωτίζονται με άλλους ανθρώπους.
Τα διαθέσιμα στατιστικά της λοίμωξης Covid επιβεβαιώνουν αυτή τη «στροφή» προς τους πιο νέους, γεγονός που αποτυπώνεται και στο μεταβαλλόμενο «προφίλ» των νοσηλευομένων, στις κλινικές Covid και τις ΜΕΘ.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης, στην συγκυρία που βρισκόμαστε οι ηλικίες 40-64 ετών οδηγούν μεν την πανδημία αλλά η επόμενη ηλικιακή ομάδα με τα κατά σειρά περισσότερα κρούσματα είναι οι ηλικίες 18-39 ετών, στις οποίες ανήκουν στατιστικά και τα περισσότερα άτομα που παραβιάζουν τα μέτρα προστασίας για την πανδημία και παραβρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις.
Επίσης, όπως θυμίζει ο καθηγητής επιδημιολογίας, πλέον ένας στους τέσσερεις ανθρώπους που νοσηλεύεται σε κλίνη ΜΕΘ των νοσοκομείων της επικράτειας είναι ηλικίας κάτω των 55 ετών, γεγονός που επιβεβαιώνει δύο πράγματα: Αφενός πως οι νεότεροι δεν είναι απρόσβλητοι και αφετέρου πως τα άτομα μεγάλη ηλικίας που έχουν εμβολιαστεί είναι πλέον θωρακισμένα, οπότε δεν χρειάζονται νοσηλεία.
Μπορεί λοιπόν η προχωρημένη ηλικία να παραμένει ένας ισχυρότατος παράγοντας κινδύνου για σοβαρή νόσηση από την Covid, τόσο από μόνη της όσο και σε συνδυασμό με τις παθήσεις που συχνά συνοδεύουν τα ηλικιωμένα άτομα, όπως υπογραμμίζει η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όλοι οι υπόλοιποι δεν κινδυνεύουν.
Ο ιός κυκλοφορεί εκεί έξω, το ιικό φορτίο παραμένει υψηλό με τουλάχιστο 27.000 ενεργά κρούσματα στην επικράτεια και οι μεταδόσεις γίνονται από το γραφείο στο σπίτι και σε συγκεντρώσεις, είτε σε εσωτερικούς χώρους είτε σε εξωτερικούς χώρους, όπου μαζεύονται πολλά άτομα και δεν τηρούν τα μέτρα προστασίας, δηλαδή δεν φορούν μάσκα και δεν τηρούν τις απαραίτητες αποστάσεις.
Αυτό που επίσης έχει φανεί από την επιδημιολογική εικόνα της πανδημίας είναι πως τα άτομα της μέσης και της τρίτης ηλικίας είναι η ομάδα που πλήττεται περισσότερο από την απροσεξία των άλλων. Το αποτέλεσμα της απροσεξίας και της απερισκεψίας των νεότερων αποτυπώνεται και στους θανάτους από την λοίμωξη του κορονοϊού, με τα στατιστικά της πατρίδας να έχουν ως εξής:
Το 14,8% της θνησιμότητας αφορά τα άτομα ηλικίας 80 ετών κι άνω, το 8% άτομα ηλικίας 70-79 ετών, το 3,6% άτομα ηλικίας 60-69 ετών, το 1,3% άτομα ηλικίας 50-59 ετών, το 0,4% άτομα ηλικίας 40-49 ετών και το 0,2% άτομα ηλικίας 10-39 ετών.
Το σωστό μήνυμα στέλνει μέσα από το Liberal.gr ο καθηγητής πνευμονολογίας Στέλιος Λουκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας και μάχιμος γιατρός της πρώτης γραμμής στο νοσοκομείο «Αττικόν» λέγοντας: «Κανένας νέος δεν είναι άτρωτος. Σίγουρα έχουν χαμηλότερη πιθανότητα για σοβαρή νόσο αλλά δεν είναι άτρωτοι και κυρίως πρέπει να προστατεύσουν το πληθυσμό της μέσης ηλικίας με τον οποίο συναναστρέφονται καθημερινά.» Όσο προχωράμε σε ανοίγματα δραστηριοτήτων η ατομική ευθύνη μεγαλώνει, αντί να συρρικνώνεται.
«Μια απερίσκεπτη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας δίνει αποτελέσματα που τα βλέπουμε από 12-20 ημέρες μετά κι επειδή η λύση δεν μπορεί να είναι να περιχαρακωθούμε επ’ αόριστον, πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε την ελευθερία μας, με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Αυτό άλλωστε μας κάνει συνειδητοποιημένους πολίτες» προσθέτει η πνευμονολόγος Μίνα Γκάγκα, Διευθύντρια της 7ης Πνευμονολογικής Κλινικής στο νοσοκομείο «Η Σωτηρία» και πρόεδρος του ΚΕΣΥ.
Οκτώ στους δέκα θανάτους από COVID-19 (84,6%), που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας, αφορούν άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, τη στιγμή κατά την οποία μόλις το 17% των περιστατικών τής νόσου που έχουν διαγνωστεί είναι άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας.
Μεγάλη μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο για την εκτίμηση του σχετικού κινδύνου θανάτου από τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορονοϊός, κατέδειξε ότι τα άτομα ηλικίας 80 ετών και άνω έχουν έως και 20 φορές αυξημένο κίνδυνο να καταλήξουν λόγω της νόσου σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 50 έως 59 ετών, ενώ ο κίνδυνος είναι εξαπλάσιος για τα άτομα ηλικίας 70 έως 79 ετών.
Αντίστοιχη μελέτη γενικού πληθυσμού από τη Βρετανία κατέδειξε ότι έως τα μέσα καλοκαιριού είχαν σημειωθεί 1.316 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας 90 ετών και άνω, 577 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας 80 έως 89, 152 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους 60 έως 69 ετών και μόλις 1 θάνατος ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας 19 έως 29 ετών.
Τα στοιχεία αυτά, που παρουσίασε πρόσφατα σε διαδικτυακή εκδήλωση η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Μαρία Θεοδωρίδου, αιτιολογούν και τη στρατηγική που επέλεξε η χώρα μας για τον εμβολιασμό κατά προτεραιότητα των ηλικιωμένων.
Συμπληρώνοντας σχεδόν έναν χρόνο υπό τη βαριά σκιά του κορονοϊού στην Ευρώπη, είναι πλέον σαφές, ότι την πανδημία «οδηγούν» οι ενήλικες ηλικίας από 25 έως 55 ετών, τα μικρά παιδιά δεν έχουν σημαντικό ρόλο στη διασπορά του ιού, και τα άτομα τρίτης ηλικίας είναι η ομάδα που πλήττεται περισσότερο από την απροσεξία των άλλων.
Oπως επισημαίνει στην «Κ» η καθηγήτρια Υγιεινής-Eπιδημιολογίας, διευθύντρια του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, και πρόσεδρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Harvard των ΗΠΑ, Παγώνα Λάγιου, «η ηλικία παραμένει ένας ισχυρότατος παράγοντας κινδύνου για σοβαρή νόσηση από την COVID-19, τόσο από μόνη της όσο και μαζί με τις παθήσεις που συχνά συνοδεύουν τα ηλικιωμένα άτομα. Αντιθέτως, τα παιδιά σπάνια θα εμφανίσουν σοβαρή νόσο».
Οι νέοι συνήθως έχουν πιο ήπια λοίμωξη σε σχέση με τους ενήλικες. Τα συχνότερα συμπτώματα της COVID-19 είναι πυρετός, βήχας και ξηρός λαιμός, ενώ κάποιοι μπορεί να έχουν γαστρεντερικά προβλήματα ή να χάσουν την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης. Στα νεότερα παιδιά τα συμπτώματα είναι πολύ ήπια, ή δεν εμφανίζονται καθόλου.
Όπως σημειώνει η κ. Λάγιου, «σε αυτόν τον ιό και σε αντίθεση με το τι βλέπουμε με άλλες ιογενείς λοιμώξεις όπως πολύ χαρακτηριστικά με τη γρίπη, τα παιδιά δεν είναι αυτά που οδηγούν την επιδημία. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε να ανοίξουμε πρώτα την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Και μέχρι σήμερα δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικά προβλήματα με συρροές κρουσμάτων στα σχολεία. Διατηρούμε επιφυλάξεις σχετικά με τις μεγαλύτερες ηλικίες, δηλαδή τα παιδιά του λυκείου και τα οποία συμπεριφέρονται σαν ενήλικες σε ό,τι αφορά τη διάδοση της επιδημίας».
Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία που παρουσίασαν πρόσφατα σε ανάλυσή τους για συρροές κρουσμάτων σε σχολεία ανά την Ευρώπη, οι ειδικοί του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC).
Σύμφωνα με αυτά, από το άνοιγμα των σχολείων σε 12 ευρωπαϊκές χώρες το περασμένο φθινόπωρο, προκύπτει ότι οι περισσότερες συρροές –στην πλειονότητά τους αφορούσαν λιγότερο από 10 κρούσματα– παρατηρήθηκαν σε δομές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (1.185 περιπτώσεις), ακολουθούν τα δημοτικά σχολεία (739 περιπτώσεις) και οι προσχολικές δομές (283).
Ο μ.ό. ηλικίας κρουσμάτων
Στη χώρα μας ο μέσος όρος ηλικίας των κρουσμάτων, που έχουν καταγραφεί από την αρχή της επιδημίας, είναι τα 44 έτη. Μόλις το 6,2% των κρουσμάτων είναι άτομα ηλικίας έως 17 ετών.
Αντιθέτως, τα περισσότερα κρούσματα έχουν καταγραφεί σε άτομα ηλικίας 40 έως 64 ετών (41,6% των συνολικών διαγνώσεων), ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 18 έως 39 ετών (35,2% των κρουσμάτων) και τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω (17%).