Οι χώρες της Δύσης φαίνεται να επένδυσαν στην υπογραφή της Τουρκίας, ενόψει της φετινής κρίσιμης Συνόδου για το κλίμα, που αναμένεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, καθώς είχε αναβληθεί λόγω κορονοϊού το προηγούμενο διάστημα. Το θέμα του περιβάλλοντος αναμένεται να αποτελέσει όλο και μεγαλύτερο ζήτημα για τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως φαίνεται από την πολυπληθή συμμετοχή σήμερα στη διαδήλωση για το κλίμα. Η Τουρκία άλλωστε ήταν το μοναδικό μέλος των G20 που δεν είχε επικυρώσει τη Συμφωνία για το Κλίμα για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Όλο αυτό το διάστημα, η Τουρκία κωλυσιεργούσε να επικυρώσει τη συμφωνία που είχε υπογράψει, προβάλλοντας την απαίτηση να αναγνωριστεί ως αναπτυσσόμενη χώρα, ώστε να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει περισσότερες παροχές, όσο και χρήματα για να προσαρμόσει την οικονομία της στις περιβαλλοντικές επιταγές. Θα ήταν βέβαια οξύμωρο να θεωρηθεί ως αναπτυσσόμενη και όχι αναπτυγμένη χώρα η Τουρκία ενώ συμμετέχει σε ένα τόσο ισχυρό forum όπως η G20.
Η Άγκυρα ενδεχομένως να ένιωσε την αλλαγή των γεο-περιβαλλοντικών συνθηκών, καθώς η παρουσία του Τζο Μπάιντεν στην κεφαλή των Ηνωμένων Πολιτειών, με τη δηλωμένη πρόθεση του να στηρίξει την προσπάθεια για αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ζητήματος βρήκε συμπαραστάτες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η οικονομική βοήθεια που φαίνεται να έλαβε ο Ερντογάν φαίνεται να ήταν ο λόγος που δήλωσε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πως η Τουρκία θα επικυρώσει τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Όλο αυτό το διάστημα άλλωστε η Άγκυρα λάμβανε κονδύλια για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης, 667 εκατομμύρια ετησίως από το 2013 έως το 2016 και 244 εκατ. την επόμενη χρονιά, σύμφωνα με αναφορές.
Στο εσωτερικό βέβαια οι ακραίες καταστροφές από τα φυσικά φαινόμενα δεν ήταν αρκετές ως επιχείρημα, που η Τουρκία δεν αναγνωρίστηκε τελικά ως αναπτυσσόμενη χώρα, ώστε οι βουλευτές να επικυρώσουν τη συμφωνία. Αντίθετα, το καθεστώς κατέφυγε σε ένα πολιτικό κόλπο για εσωτερική κατανάλωση. Το Τουρκικό Κοινοβούλιο δήλωσε πως επικυρώνει ομόφωνα τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα ως αναπτυσσόμενη χώρα και υπό την αίρεση πως δεν θα επηρεάσει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Βέβαια, η δήλωση αυτή δεν έχει κάποιο νομικό αντίκτυπο όπως βεβαιώνουν οι αρμόδιοι νομικοί, αλλά εξυπηρετεί το εσωτερικό μηχανισμό προπαγάνδας του καθεστώτος πως η Τουρκία δεν υποχωρεί στη διεθνή σκηνή.
Ουσιαστικά βέβαια, παραμένει αμφίβολο κατά πόσο η επικύρωση της Συμφωνίας θα ωθήσει την Τουρκία να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας της. Ενδεικτική είναι άλλωστε η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης από τον Ερντογάν, όπου καθυστέρησε χαρακτηριστικά στη λήψη μέτρων και εν τέλει φρόντιζε περισσότερο για τη συγκάλυψη της πανδημίας. Επιπλέον, δεν έχει ληφθεί κάποια κεντρική απόφαση για το κλείσιμο μονάδων που ρυπαίνουν ιδιαίτερα το περιβάλλον ή κάποια κεντρική νομοθεσία για να επικουρήσει τη μετάβαση σε μία πιο πράσινη οικονομία όπως είναι ο στόχος.
Είναι πιθανό το καθεστώς να συνεχίζει να επαφίεται στην ευσυνειδησία ορισμένων πόλεων και φορέων που έχουν συναισθανθεί την κρισιμότητα της κατάστασης του περιβάλλοντος. Ήδη στο εσωτερικό της Τουρκίας συζητείται πως ουσιαστικά το βασικό κίνητρο για τη συμπεριφορά του καθεστώτος είναι το οικονομικό αντάλλαγμα, παρά η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Από τη μεριά του το τουρκικό καθεστώς ήδη χρησιμοποιεί το ζήτημα για τους συμβολισμούς του μηχανισμού προπαγάνδας της, ορίζοντας το 2053 ως έτος για την επίτευξη του στόχου μηδενικού εκπομπών αερίου.
Φυσικά το πιθανότερο είναι το έτος να μην έχει προκύψει από κάποια οικονομοτεχνική ή σχετική μελέτη, αλλά απλά από την ανάγκη για αναφορά στη συμπλήρωση 600 ετών από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.