Η αυριανή συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν γίνεται εν μέσω μιας ρευστής συγκυρίας ανατροπών για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και εν μέσω της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης στην ιστορία. Η συνάντηση γίνεται επίσης με φόντο μια Τουρκία που διστάζει για τους δικούς τους λόγους να σταθεί απέναντι στη Ρωσία και με την Ελλάδα να έχει πάρει εξαρχής ξεκάθαρη θέση στο Ουκρανικό ζήτημα.
Σε αυτό το περιβάλλον δημιουργούνται κάποιες νέες συνθήκες που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να δώσουν ένα άλλο «αέρα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς να έχουμε την παραμικρή ψευδαίσθηση ότι η συνάντηση θα τις βάλει σε άλλη ρότα ή ότι η Άγκυρα θα διαφοροποιήσει την αναθεωρητική της πολιτική.
Υπό το πρίσμα όμως των νέων συνθηκών πρέπει να δούμε πόσο αυτές μπορούν να υποχρεώσουν τον Ερντογάν σε μια πιο υπεύθυνη πολιτική, λαμβάνοντας υπόψιν μας δύο γεγονότα. Αφενός, τις τελευταίες προσπάθειες της Τουρκίας να ρίξει γέφυρες με χώρες με τις οποίες βρισκόταν σε αντιπαράθεση, (Ισραήλ, ΗΑΕ, Αρμενία, λιγότερο η Αίγυπτος), εξίσωση από την οποία απουσιάζουν μέχρι σήμερα η Ελλάδα και η Κύπρος. Αφετέρου το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει ήδη ένα αναβαθμισμένο ρόλο και διεκδικεί να τον ενισχύσει με τη διαμεσολάβηση του στο Ουκρανικό, ενώ ταυτόχρονα ο πόλεμος πλήττει την ήδη κλονισμένη τουρκική οικονομία, η οποία για να ανακάμψει σημαίνει ότι η Άγκυρα πρέπει να έρθει σε μια στοιχειώδη συνεννόηση με τις ΗΠΑ. Το αν ό,τι κάνει γίνεται προσχηματικά, θα έχει τη δυνατότητα να το διαπιστώσει ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Ελλάδα ασφαλώς και δεν πρέπει να φοβάται τον όποιο διάλογο με την Τουρκία. Διάλογος δεν σημαίνει συνθηκολόγηση, ούτε δίνει τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να μας επιβάλλει τις επιθυμίες της. Αντιθέτως, είναι ενδεδειγμένος πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή στην οποία βρισκόμαστε με την Τουρκία, πολλώ δε μάλλον όταν απουσιάζουν τα κανάλια επικοινωνίας. Ο Ερντογάν παρά την πτώση της δημοφιλίας του, παραμένει πολύ ισχυρός και αυτός ορίζει την εξωτερική πολιτική και ενώ όλες οι πολιτικές δυνάμεις της γείτονας υπερθεματίζουν σε εθνικιστικές κορώνες ειδικά όταν η δημόσια συζήτηση αφορά στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, είναι πολύ λογικό ο εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργός να θέλει να ξαναπιάσει το νήμα των σχέσεων με την Τουρκία και να δει κατά πόσο η όποια προσωπική επαφή με τον Ερντογάν μπορεί να παγιωθεί και να διευκολύνει ή να ανοίξει δρόμους για μία ουσιαστική συζήτηση, χωρίς ωστόσο να τρέφουμε αυταπάτες. Σημειωτέον ότι στην παρούσα συγκυρία, γίνεται καλή και αποτελεσματική δουλειά μεταξύ του υφυπουργού Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη και του τούρκου ομολόγου του Σεντάτ Ονάλ.
Αυτό που θα ήταν σημαντικό να προκύψει από τη συνάντηση και πρέπει να στείλει ως μήνυμα ο πρωθυπουργός είναι να κατανοήσει καταρχήν η Τουρκία ότι μια καλή σχέση γειτονίας με την Ελλάδα έχει πολλαπλάσιο όφελος του κόστους που υφίσταται και θα της προέκυπτε έχοντας τη χώρα μας, απέναντι. Τέτοια παραδείγματα συνεργασίας μπορεί να αφορούν την ΕΕ (τελωνειακή ένωση, βίζες), το προσφυγικό, την ενέργεια και τα περιφερειακά δρώμενα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα του 2022 βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, εξοπλίζεται και θωρακίζεται μέσα από διμερείς συμφωνίες, όπως με τη Γαλλία, ενώ επιχειρεί να αποκτήσει ένα σημαντικό διπλωματικό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή. Σε μια δηλαδή ζώνη, όπου η Τουρκία, την οποία δεν πρέπει να υπερεκτιμάμε, αλλά ούτε να υποτιμάμε, έχει ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα. Το τρίτο στοιχείο είναι ότι πρέπει να δοθεί εντολή από τον Ερντογάν να ανοίξουν τα κανάλια επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, τόσο υπουργών, όσο και χαμηλόβαθμων στελεχών, όταν σήμερα είναι κλειστά με ευθύνη της Άγκυρας.
Συμπερασματικά, οι συμφωνίες αμυντικού χαρακτήρα ή οι συμπράξεις και οι συνέργειες της Ελλάδας με άλλες χώρες της περιοχής, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, είναι πολύ σημαντικές. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα εξοπλίζεται, καθώς η Τουρκία καταλαβαίνει μόνο από στρατιωτική ισχύ, όπως και το ότι η Αθήνα θέλει να ισχυροποιηθεί στο ενεργειακό πεδίο και να καταστεί κόμβος μεταφοράς και διάθεσης. Το ίδιο ισχύει για την προσπάθεια αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα παραπάνω όμως δεν επιλύουν τα προβλήματα της Ελλάδας με την Τουρκία, ούτε οριοθετούν ΑΟΖ. Αποκτούν ακόμη πιο σημαντική αξία, προκειμένου να αξιοποιηθούν ως συντελεστές ισχύος και μάλιστα πολλαπλασιαστικά πάνω στο τραπέζι, στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης που κάποια στιγμή πρέπει να γίνει με την Τουρκία.
Τα προβλήματά μας με την Άγκυρα θα τα λύσουμε είτε μέσω μιας διαπραγμάτευσης, είτε μέσω μιας συμφωνίας ότι διαφωνούμε και άρα με τη συγκεκριμένη ατζέντα θα πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε μέσω του πολέμου. Ακόμη όμως και μετά από ένα πόλεμο, πάλι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης θα χρειαστεί να καθίσουμε. Σημαντικό επομένως είναι να ξεκινήσουμε κάποια στιγμή τη διαπραγμάτευση, γεγονός που απαιτεί να υπάρχει απέναντι στην Ελλάδα αφενός μια κανονική χώρα, αφετέρου μια προσδιορισμένη ατζέντα συζήτησης, δηλαδή η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και αποδοχή ότι γνώμονας για την οποία συζήτηση είναι o σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου.
Για να φτάσουμε, όμως, εκεί, πρέπει να προηγηθεί μία συμφωνία επί ενός πλαισίου αρχών που θα προσδιορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να συμβαίνει. Επί παραδείγματι, όσο η Τουρκία συνεχίζει να επιμένει σε ζητήματα κυριαρχίας και παραβιάσεων κανένας διάλογος δεν μπορεί να ξεκινήσει. Οι όροι, λοιπόν, για τυχόν επόμενα βήματα πρέπει να τεθούν από τώρα.
* O Kωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1