Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η επιλογή Ερντογάν να ξεκινήσουν οι έρευνες του γεωτρύπανου εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, δεν ήταν παρά ένας ελιγμός και τμήμα ενός καλά μελετημένου σχεδίου, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι συνθήκες του 2022 για την Τουρκία είναι αισθητά διαφορετικές απ’ αυτές του 2020.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει αλλάξει την πρόσληψη που έχει η Ευρώπη για τον αναθεωρητισμό και τις ολέθριες συνέπειές του. Οι ανοχές της Δύσης και ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην παραβίαση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρών, πόσο μάλλον δικών της μελών, έχουν αμβλυνθεί.
Είναι όλα αυτά μαζί και όχι μόνο. Βεβαίως και η ρωσική εισβολή και η συνειδητοποίηση της ρωσικής απειλής έχει μετασχηματίσει βίαια τα δεδομένα ασφάλειας στην Ευρώπη αλλά και πέρα από τα στενά ευρωπαϊκά όρια. Έχει αποσταθεροποιήσει τις προσδοκίες όλων, έχει αλλάξει τις προτεραιότητες όλων (βλέπε Σουηδία και Φινλανδία). Έχει καταστήσει την απαίτηση για ενότητα πολύ πιο επείγουσα από ποτέ μετά από πολλές δεκαετίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η Δύση έχει σαφώς πιο οξυμένα αντανακλαστικά σε αναθεωρητικά αφηγήματα που στοχοποιούν το μεταπολεμικό status quo.
Όμως πέρα από τις συστημικές αιτίες που μπορεί να περιορίζουν σε κάποιο βαθμό τον τουρκικό αναθεωρητισμό - χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι έχει αλλάξει στο ελάχιστο η τουρκική ατζέντα και το «όραμα» της «Γαλάζιας Πατρίδας» - υπάρχει και κάτι άλλο το ίδιο σημαντικό, ίσως και περισσότερο. Και αυτό είναι στρατηγική ενηλικίωση της Αθήνας. Ένας πρωτοφανής διπλωματικός ακτιβισμός από την Ευρώπη μέχρι τον Αραβικό Κόλπο αλλά και εσχάτως τον Ινδικό Ωκεανό που είχε ως αποτέλεσμα τη σύναψη συμμαχιών και την εμβάθυνση συνεργασιών με ισχυρούς παίκτες, αλλά πάνω από όλα ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που σύντομα θα φέρει τις ελληνικές αμυντικές ικανότητες στην αιχμή της στρατιωτικής τεχνολογίας.
Οσο για αυτήν καθ' εαυτή την τακτική επιλογή της Τουρκίας να κινηθεί σε περιοχές τουρκικής κυριαρχίας και τουρκικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, εξυπηρετεί πολλές ανάγκες. Επιχειρηματικές, επιχειρησιακές και πολιτικές. Πρόκειται για ένα γεωτρητικό πρόγραμμα που δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.
Επιχειρηματικά μία ανακάλυψη στην περιοχή θα είναι χωρίς αμφισβητήσεις νομικές και άλλες. Θα επιτρέψει στην Τουρκία να χρηματοδοτήσει ακόμη πιο άνετα ένα περισσότερο φιλόδοξο πρόγραμμα.
Επιχειρησιακά δεν καταπονείται ο τουρκικός στόλος και μειώνονται τα έξοδα σε μια εποχή που η δημοσιονομική εικόνα της Τουρκίας επιμένει να είναι μάλλον δύσκολη. Πολιτικά, ο Πρόεδρος Ερντογάν μπορεί να περιμένει μείωση των διεθνών πιέσεων ενώ επικοινωνιακά μπορεί να διακηρύττει την στρατηγική αυτονομία της χώρας. Αν όλα πάνε καλά, το γεωτρύπανο θα ολοκληρώσει αυτή την φάση της δράσης του στις αρχές Οκτωβρίου και μετά θα χρειαστεί συντήρηση για περίπου ένα μήνα. Αυτή η περίοδος τελειώνει την στιγμή που θα διεξάγονται στις ΗΠΑ οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο. Μέχρι τότε υπάρχει χρόνος για ουσιαστικό λόμπυ και διακριτική υποστήριξη υποψηφίων που μπορεί να αλλάξουν τις ισορροπίες στο Καπιτώλιο.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Η ρητορική της έντασης και της αναθεωρητικής λογικής δεν θα πάψουν να είναι η «κανονικότητα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι πια τόσο αναγνωρίσιμο όσο και «βαρετό»! Η ουσία της τουρκικής επιχειρηματολογίας είναι η παραβίαση από την Ελλάδα των συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου.
Δύο παρατηρήσεις σε αυτό το σημείο: Πρώτον, το τουρκικό πρόγραμμα γεωτρήσεων και ερευνών είναι δεδομένο πού θα κινηθεί στο κοντινό μέλλον. Ο χάρτης της Γαλάζιας Πατρίδας είναι σαφής. Δεύτερον, θα δούμε το επόμενο διάστημα η τουρκική ρητορική να εμπλουτίζεται και με μια «πρόσκληση» στην Αθήνα για συνομιλίες ακόμα και με την αποδοχή της αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου αλλά για «όλα τα θέματα». Οι πιέσεις θα είναι πολλές από πολλές μεριές. Αν επιβεβαιωθεί αυτή η πρόβλεψη τότε η Αθήνα θα πρέπει να είναι έτοιμη να αξιολογήσει το κόστος και το όφελος μιας τέτοιας εξέλιξης. Υπό προϋποθέσεις ίσως να είναι μια ευκαιρία.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του ΙΔΙΣ