Τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά της Covid-19 «όποιου έχει σχέση με ευπαθείς ομάδες», ζητά ο πρόεδρος της Ένωσης Παιδιάτρων Τόμας Φίσμπαχ και αναφέρεται κυρίως στο προσωπικό των παιδικών σταθμών και των σχολείων και στους εργαζόμενους στη φροντίδα ασθενών και ηλικιωμένων. Για έξαρση της πανδημίας από τον Οκτώβριο προειδοποιεί ο καθηγητής λοιμωξολογίας Κρίστιαν Ντρόστεν και ζητά από την πολιτεία να προωθήσει δυναμικότερα τον εμβολιασμό.
«Εάν πολλοί εργαζόμενοι σε παιδικούς σταθμούς, σχολεία και κλινικές εξακολουθούν να αρνούνται τον εμβολιασμό, ο νομοθέτης πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο υποχρεωτικού εμβολιασμού σε αυτούς τις ευαίσθητους τομείς», δήλωσε ο κ. Φίσμπαχ στην «Neue Osnabruecker Zeitung» και τόνισε: «Όποιος ασχολείται με ευάλωτες ομάδες και απορρίπτει τη δική του ανοσοποίηση έχει κατεβάσει τον διακόπτη της λογικής και πρέπει να αισθανθεί τις συνέπειες». Καταλόγισε μάλιστα ευθύνη και στους ιατρούς των νοσοκομείων, οι οποίοι, όπως επισήμανε, «πρέπει να εκπαιδεύσουν και να υπενθυμίσουν στο προσωπικό το καθήκον τους να βοηθούν τους ασθενείς και να τους προφυλάσσουν από μολύνσεις».
Ο πρόεδρος των παιδιάτρων δήλωσε ακόμη ότι, εάν έπειτα από τόσους μήνες με επάρκεια εμβολίων εξακολουθούν να υπάρχουν εστίες σε γηροκομεία, πρέπει να σφίξουμε τα λουριά και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού δεν μπορεί να αποτελεί πλέον επιχείρημα κατά της απόλυσης αυτών των εργαζόμενων».
Αναφερόμενος στο ποσοστό 41% των εφήβων 12-17 ετών που έχουν ήδη εμβολιαστεί τουλάχιστον με μία δόση κατά της Covid-19, ο κ. Φίσμπαχ έκανε λόγο για «πολύ δυναμική πορεία», τόνισε ωστόσο και την ανάγκη η πολιτεία να παρακολουθεί τις διαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ κρατιδίων. Στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία το 50% των εφήβων έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση, ενώ στη Σαξονία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει μόνο στο 25%, ανέφερε ενδεικτικά.
Ανοιχτό αφήνει το ενδεχόμενο υποχρεωτικού εμβολιασμού σε συγκεκριμένους τομείς και ο επικεφαλής του Τμήματος Λοιμωξιολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité του Βερολίνου, Κρίστιαν Ντρόστεν, επικρίνοντας το σχετικά χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού στον γενικό πληθυσμό της Γερμανίας. Μέχρι σήμερα το 64,3% του πληθυσμού έχει ολοκληρώσει τον εμβολιασμό του, ενώ τουλάχιστον μία δόση έχει λάβει το 67,9%. Κατά τον ίδιο, η πολιτεία θα πρέπει να παρέμβει δυναμικότερα προκειμένου να εμβολιαστούν το συντομότερο όσο το δυνατόν περισσότεροι. Όπως εκτιμά, η τρέχουσα ηρεμία, με τον δείκτη των κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους εντός επτά ημερών να βρίσκεται στο 61, είναι μόνο προσωρινή και ότι από τον Οκτώβριο η εικόνα θα αλλάξει.
«Είναι ήδη αντιληπτό ότι αυξάνεται η συχνότητα νέων κρουσμάτων στα κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας, ανεξαρτήτως του τέλους των θερινών διακοπών», δηλώνει σήμερα ο κ. Ντρόστεν στο τακτικό του podcast «Coronavirus update» και διευκρινίζει ότι το τέταρτο κύμα της πανδημίας είναι πιθανόν να μην έχει αρχίσει ακόμη. «Στο δεύτερο μισό του Οκτωβρίου είναι σαφές ότι θα έχουμε εκθετική αύξηση», προειδοποιεί και τονίζει ότι «πρέπει να είναι στόχος όλης της κοινωνίας να κλείσουν τα κενά των εμβολιασμών». «Είναι σημαντικό να πειστούν όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί ή να φθάσουν στον εμβολιασμό με άλλον τρόπο. Αυτό δεν είναι πλέον επιστημονικό έργο, αλλά πολιτικό. Η επιστήμη έκανε τη δουλειά της, το εμβόλιο είναι εδώ», τόνισε.
Σχολιάζοντας την κατάσταση στη Δανία και στις άλλες σκανδιναβικές χώρες, ο Κρίστιαν Ντρόστεν τη χαρακτήρισε «σημαντικά καλύτερη» σε σχέση με την κατάσταση στη Γερμανία και την απέδωσε στο υψηλό επίπεδο μόρφωσης και ενημέρωσης. «Στις πολύ υποστηρικτικές κοινωνίες της Σκανδιναβίας υπάρχει πολύ υψηλό επίπεδο ενημέρωσης και μόρφωσης. Είναι δηλαδή πολλοί εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται για ποιο λόγο είναι καλό το εμβόλιο και υπάρχει πολύ λιγότερος δισταγμός. Το ποσοστό εμβολιασμών είναι πολύ υψηλό, ιδίως στα άτομα άνω των 60 ετών. Στη Γερμανία απέχουμε ακόμη πολύ», πρόσθεσε.
Ο διακεκριμένος λοιμωξιολόγος χαρακτήρισε ακόμη «λογική» τη χορήγηση ενισχυτικής δόσης του εμβολίου κατά της Covid-19 και εξήγησε ότι είναι φυσιολογικό να έχει κανείς πλήρη προστασία μόνο έπειτα από τρεις δόσεις, ενώ έκανε λόγο για «καλύτερες επιλογές» και στο επίπεδο της θεραπείας. Σε ό,τι αφορά τα μονοκλωνικά αντισώματα, ο Κρίστιαν Ντρόστεν εξήγησε ότι η συγκεκριμένη ακριβή και όχι ευρέως διαθέσιμη θεραπεία αφορά το αρχικό στάδιο της λοίμωξης και θα μπορούσε να χορηγηθεί σε μη εμβολιασμένα άτομα με συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου και προκειμένου να αποφευχθεί η σοβαρότερη εξέλιξη.