Πιθανή θεωρεί την αύξηση των διασωληνώσεων και των θανάτων από κορονοϊό τις επόμενες πέντε με δέκα μέρες ο Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Γιάννης Τούντας, ύστερα από δύο μήνες αργής αλλά σταθερής μείωσης.
Μιλώντας στο iefimerida.gr, ο κ. Τούντας εξήγησε ότι η μέση ημερήσια μείωση των θανάτων τις τελευταίες 50 μέρες ήταν 2,2, τις τελευταίες 10 ήταν 1,0 και τις τελευταίες 5 ήταν 0,6. Στους διασωληνωμένους, η μείωση ήταν 6,44/3,1/2,4 αντιστοίχως. Βάσει των δεδομένων, η καμπύλη των θανάτων αναμένεται να αντιστραφεί από πτωτική σε ανοδική σε περίπου πέντε μέρες και των διασωληνωμένων σε περίπου δέκα.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την εξέλιξη είναι οι γιορτές, το άνοιγμα των σχολείων και του λιανικού εμπορίου και οι νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού.
Κατά την εκτίμηση του κ. Τούντα:
«Η δυσμενής αυτή πρόβλεψη οφείλεται στην αναζωπύρωση του δεύτερου κύματος κατά τη διάρκεια των εορτών, στο μέτρο που ο αριθμός των διασωληνωμένων και των νεκρών αντανακλά την έκταση της επιδημίας πριν από 20 – 30 μέρες. Από την άλλη όμως, σ’ αυτά τα δεδομένα δεν συνυπολογίζονται η αρνητική επίδραση από τη διασπορά του νέου και πιο μολυσματικού στελέχους στη χώρα μας, αλλά ούτε και η πιθανολογούμενη θετική δράση της κολχικίνης, που θα αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τη μείωση των βαριά νοσούντων και των διασωληνωμένων».
Το άνοιγμα των σχολείων και του λιανεμπορίου θα επιβαρύνουν περαιτέρω τα επιδημιολογικά δεδομένα σ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, καθιστώντας πολύ πιθανή την περιοδική αυστηροποίηση των μέτρων μέχρι να αρχίσει να αποδίδει η ενεργητική ανοσία με τους εμβολιασμούς, εκτιμά ο καθηγητής.
Η αξιολόγηση της επιδημίας πρέπει να στηρίζεται στον ρυθμό αλλαγής των επιδημιολογικών δεδομένων. Όπως εξηγεί ο κ. Τούντας, «η αξιολόγηση της δυναμικής κάθε επιδημικού κύματος πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στον ρυθμό αλλαγής των επιδημιολογικών δεδομένων. Από τα επιδημιολογικά δεδομένα, οι πιο αξιόπιστοι δείκτες είναι οι διασωληνωμένοι και οι νεκροί. Και αυτό, γιατί ο αριθμός των διαγνωσμένων κρουσμάτων, και επομένως και οι δείκτες μολυσματικότητας και θετικότητας που εξαρτώνται απ’ αυτά, καθορίζονται από τον αριθμό των διενεργούμενων εξετάσεων, τις περιοχές όπου διενεργούνται αυτές, τη σύνθεση του εκάστοτε εξεταζόμενου πληθυσμού».