Τις ηρωικές προσπάθειες των λειτουργών υγείας εξήρε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Θέμα FM» και ενώ η χώρα, πρόσθεσε, έχει πιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις κλίνες Μονάδας Εντατικής Θεραπείας. Την επόμενη εβδομάδα θα υπάρχει σαφέστερη εικόνα για την απόδοση των μέτρων, συμπλήρωσε εξάλλου.
Ξεκινώντας από την, σε παγκόσμια κλίμακα, δυναμική του φαινομένου που «ξεπέρασε τις προβλέψεις των ειδικών επιδημιολόγων, το δεύτερο κύμα ήταν πολύ πιο ισχυρό και σε διάρκεια και σε ένταση και σε μεταδοτικότητα. Με αποτέλεσμα», συνέχισε ο υπουργός Επικρατείας, «σε πολλές περιπτώσεις οι καθολικές απαγορεύσεις να έχουν πέσει έξω. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου εφαρμόστηκαν τα lockdown στην Ευρώπη και αλλού, είχαν έναν πολύ αργό χρόνο για να αναδείξουν τα αποτελέσματά τους».
Και στα καθ' ημάς, «κι εμείς έχουμε μια καθυστέρηση στο να φανεί η μείωση των κρουσμάτων -είναι εμφανής η επιπεδοποίηση των κρουσμάτων αλλά όχι η μείωση-, ενώ στους θανάτους έχουμε μια χρονική υστέρηση περίπου 15 ημερών», ανέφερε με την πρόσθετη παρατήρηση ότι τα κρούσματα είναι σε συνάρτηση του αριθμού των τεστ (περίπου 30.000 ημερησίως σήμερα). Με τη νέα τεχνολογία και κάνοντας χρήση των γρήγορων τεστ ο υπουργός Επικρατείας γνωστοποίησε ότι θα αναπτυχθεί «ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα, που θα είναι τεστάρισμα του γενικού πληθυσμού, για να έχουμε πραγματική εικόνα του πόσο έχει διεισδύσει (ο ιός)».
Σχετικά με τον προγραμματισμό των επόμενων εβδομάδων, «εφόσον υπάρξει συνέχιση του φαινομένου δεν θα μπορέσουμε να έχουμε καθολική άρση των μέτρων στις 30 Νοεμβρίου, η ελπίδα μας ήταν ότι θα είχε φανεί το αποτύπωμα των μέτρων καθολικής απαγόρευσης αρκετά νωρίτερα για να μπορέσουμε να ανοίξουμε την κοινωνία και την αγορά», εξήγησε και πρόσθεσε: «Την επόμενη εβδομάδα θα έχουμε μια πιο μεγάλη ανάλυση των επίκαιρων δεδομένων, φαίνεται όμως ότι λιανεμπόριο και εστίαση πηγαίνουν για κάπως αργότερα σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό».
Σε σχέση με τις εφεδρείες σε κλίνες Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, ο Γ. Γεραπετρίτης μίλησε για «τον υπερ-φιλόδοξο στόχο που είχαμε θέσει, να φθάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 1.200 κλίνες ΜΕΘ ανάλογα με τον πληθυσμό μας (και ο οποίος) έχει ήδη επιτευχθεί, έχουμε περίπου 1.220 κλίνες σήμερα».
Παράλληλα και «κάνοντας εκ των υστέρων αυτοκριτική», όπως είπε, «θα ήταν ίσως σκόπιμο τα μέτρα ειδικά για ορισμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως η Βόρεια Ελλάδα, να είχαν παρθεί κατά τι νωρίτερα, από την άλλη η εκθετική αύξηση του φαινομένου δεν μπορούσε να προβλεφθεί ούτε από τους υγειονομικούς. Σε διάστημα πολύ λίγων ημερών είχαμε μια εκθετική αύξηση κατά βάση ανεξήγητη, δεν μπορούσε να βρεθεί η πηγή της υπερμετάδοσης», εξήγησε επίσης.
Πάντως με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου πρόληψης των μεταδοτικών ασθενειών, που δημοσιεύονται κάθε Πέμπτη, «η Ελλάδα είναι, σχεδόν, η μόνη χώρα, ένα μεγάλο μέρος της οποίας εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός της κόκκινης κατηγορίας. Σε ό,τι αφορά την κατάταξη με βάση τα κατά κεφαλήν κρούσματα, είμαστε στην 33η θέση από 36 χώρες της Ευρώπης. Στους θανάτους είμαστε στην 30ή θέση, μακάρι να μπορούσαμε να μην είχαμε ούτε ένα θάνατο ούτε ένα κρούσμα…», τόνισε ακόμη.
Όσον αφορά τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα υγείας χαρακτήρισε «ηρωική» την προσπάθεια, όχι μόνο των γιατρών και των νοσηλευτών του δημόσιου συστήματος υγείας αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Απαντώντας δε, στην κριτική της αντιπολίτευσης ότι η επίταξη του ιδιωτικού τομέα θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, ο υπουργός Επικρατείας επιχειρηματολόγησε λέγοντας τα εξής: «Η επίταξη υποδομών και υπηρεσιών είναι μια πράξη που γίνεται ως τελευταίο καταφύγιο, αυτό προβλέπεται και στο Σύνταγμα και στο νόμο. Η επίταξη ενέχει ένα πολύ μεγάλο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο, δεν είναι δήμευση. Ορθότατα η κυβέρνηση δεν προέβη σε επίταξη εδώ και πολύ καιρό, η αξιωματική αντιπολίτευση ζήτησε την επίταξη ήδη από τον περασμένο Απρίλιο. Αν αυτό είχε συμβεί, σήμερα δεν θα υπήρχαν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα για να μπορέσουμε να ενισχύσουμε τις ευάλωτες κατηγορίες (…) Αν χρειαστεί θα επιτάξουμε όσες είναι αναγκαίες, ούτε μία παραπάνω».
Στα οικονομικά, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε πως το 2021 θα ξεκινήσει η εκταμίευση στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και του REACT-EU KAI μέσα από τους πόρους αυτούς προβλέπεται για την Ελλάδα ένα ποσό δανείων 19 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις 4-5 πρώτες χώρες που κατέθεσαν πλήρη φάκελο με όλα τα έργα για το Ταμείο Ανάκαμψης, υπογράμμισε ο υπουργός ανακοινώνοντας ότι το πρόγραμμα του Ταμείου θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση την επόμενη εβδομάδα. Μέσα σε αυτό, σημείωσε με έμφαση, «περιλαμβάνονται τρεις πολύ μεγάλες ενότητες, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας, η πράσινη ανάπτυξη και η ενίσχυση των υποδομών υγείας. Έχουμε προβλέψει για την επόμενη τριετία μια σειρά από έργα που θα αλλάξουν τη χώρα, έργα που θα ξεκινήσουν από την αρχή του 2021 ανεξαρτήτως του πότε θα εγκριθούν και θα εκταμιευθούν οι πόροι».
Για τις δε σχέσεις με την Τουρκία, τέλος, ο υπουργός Επικρατείας παρέπεμψε στο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η Ε.Ε., καθότι «ως το τέλος του χρόνου θα πρέπει η Τουρκία να έχει επιδείξει έμπρακτη μεταμέλεια σε ό,τι αφορά τις επιθετικές της ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ελπίδα μας είναι η τουρκική πλευρά επιτέλους να συνετισθεί έτσι ώστε να καταλάβει ότι με βάση το Διεθνές Δίκαιο μία οδός υπάρχει -και αυτή είναι η ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των γειτονικών κρατών. Αν όχι -γιατί μέχρι στιγμής αυτό δεν έχει συμβεί- τότε η Ε.Ε. και τα κράτη - μέλη θα αναλάβουν τη δράση την οποία έχουν προεξοφλήσει, επιβάλλοντας κυρώσεις».
Και, κλείνοντας, επεσήμανε την ανακοίνωση έντονης δυσαρέσκειας εκ μέρους του State Department για τις ενέργειες της γείτονος στην Κύπρο, «υπάρχει μια σαφέστατα ομοιογενής στάση εκ μέρους όλου του δυτικού κόσμου σε βάρος της Τουρκίας, στενεύουν τα περιθώρια για την Τουρκία», όπως χαρακτηριστικά σημείωσε εν κατακλείδι.