Για τις πολιτικές εξελίξεις, τις μετεκλογικές συνεργασίες, τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με ποιον θα είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές μιλά ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής
Τονίζει ότι στρατηγική ήττα σημαίνει να μην μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, για την οριστική ρύθμιση του εκλογικού νόμου και για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Για τα σενάρια συνεργασίας του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Βενιζέλος τα απορρίπτει λέγοντας: «Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά "συναίνεσης" για τον ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέος κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της δικαιοσύνης».
Για τα σενάρια μετακίνησης του στη ΝΔ, τονίζει ότι, «τα διακινούν μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠΑΣΟΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη».
Ειδικότερα στο ερώτημα για στρατηγική ίσων αποστάσεων που φαίνεται να έχει επιλέξει το Κίνημα Αλλαγής ο κ. Βενιζέλος απαντά:
«Η πολιτική αυτονομία κατακτάται μέσα από την ικανότητα διατύπωσης πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων που δίνουν καθαρό στίγμα και συγκροτούν μια εθνική στρατηγική που πείθει ως υπεύθυνη, ολοκληρωμένη και εφικτή. Όταν το κανείς αυτό δεν κρατάς ίσες αποστάσεις. Παίρνεις θέση καθαρή και μαχητική. Μιλάς με ειλικρίνεια, ευθύτητα και πληρότητα και όχι «συμψηφιστικά». Πέρασε η εποχή των συμβιβασμών προς χάρη της πολυσυλλεκτικότητας ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας που διεκδικούσε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η δημοκρατική παράταξη σήμερα δεν θα βρει τη δυναμική της υποδυόμενη το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1977-2009. Επιπλέον στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, που θέλουμε να λειτουργεί με κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις. Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος είναι πρακτικά αδύνατον να σχηματιστεί κυβέρνηση. Δεν μπορείς να διεκδικείς καθοριστικό ρόλο και να προτείνεις ή να υπαινίσσεσαι αβέβαιες εξελίξεις. Το κρισιμότερο είναι ότι όταν έχεις να αντιμετωπίσεις φαινόμενα εκβιασμού και αλλοίωσης των θεσμών, προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ή εθνικές ανευθυνότητες, δεν υπάρχουν ουδετερότητες.»
Αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζει:
«Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του μπλοκ δυνάμεων που συνεργάζονται μαζί του είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας και για την αναστήλωση των δημοκρατικών θεσμών. Αυτή είναι η θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της δημοκρατικής παράταξης. Στρατηγική ήττα σημαίνει να μη μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις ως προς τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, ως προς την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και ως προς την επόμενη διαδικασία εκλογής ΠτΔ»
«Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά «συναίνεσης» για τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν προφανώς το ίδιο και για τους εμφανείς και αφανείς εταίρους του. Περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέως κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της Δικαιοσύνης. Όσοι αγωνιούν δήθεν μήπως η απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ τον τρέφει ή τον οδηγεί στον αντισυστημισμό, υποδύονται ότι δεν κατανοούν το θεμελιώδες τέχνασμά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηγετική ομάδα κυνικών διαχειριστών της εξουσίας δεν βασανίζεται από εσωτερικά διλήμματα. Δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Κάνει και λέει ταυτοχρόνως κάτι και το ακριβώς αντίθετό του. Ο δήθεν ρεαλιστικός συμβιβασμός με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνυπάρχει σκοπίμως με τη διαρκή υπενθύμιση ενός ακραίου ριζοσπαστισμού που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο.»
«Ο κ. Σαμαράς είπε ότι θεωρεί το Κίνημα Αλλαγής αναγκαίο εταίρο της επόμενης κυβέρνησης, που τη βλέπει προφανώς ως κυβέρνηση συνεργασίας. Την ίδια θέση είχε κατ/ ουσίαν διατυπώσει ο κ. Μητσοτάκης στο συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής. Τη θέση μου για τον ρόλο της δημοκρατικής παράταξης στην πολιτική διεύθυνση της χώρας την παρουσίασα στο Συνέδριο και την επανέλαβα συνοπτικά προηγουμένως. Σενάρια δικής μου μετακίνησης στη ΝΔ διακινούν μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠΑΣΟΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη».
Για την αναθέωρηση του Συντάγματος αναφέρει:
«Τα Συντάγματα δεν είναι εργαστηριακά ακαδημαϊκά προϊόντα αλλά ιστορικές καταστάσεις. Αν υπό τις παρούσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα, θα έχουν έντονη τη σφραγίδα του συνταγματικού λαϊκισμού. Τώρα το ζητούμενο είναι η απόκρουση της συστηματικής προσβολής του Συντάγματος από μια κυβέρνηση που σφετερίζεται την ιδιότητά της για να αλλοιώσει θεμελιώδεις θεσμούς του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Όταν προτείνεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συναίνεση για να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα που περιλαμβάνουν ακόμη και τα ίδια τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, καθιστάς κεντρικό ζήτημα όχι την παραβίαση του Συντάγματος από την κυβέρνηση και τους εταίρους της, αλλά την αλλαγή του Συντάγματος σε συνεργασία με τον παραβάτη του Συντάγματος. Αντί να ενοχοποιείται η κυβέρνηση ενοχοποιείται το ισχύον Σύνταγμα! Εξίσου εσφαλμένο είναι να λες «ελάτε να συμφωνήσουμε τώρα με 180 ψήφους στην ανάγκη αναθεώρησης όποιων διατάξεων θέλουν ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ, το Κίνημα Αλλαγής κ.ο.κ. και η επόμενη Βουλή ας συντελέσει την αναθεώρηση με απλή πλειοψηφία». Ακυρώνονται έτσι οι θεμελιώδεις εγγυήσεις του αυστηρού Συντάγματος και αυτό μετατρέπεται σε καρυδότσουφλο της συγκυρίας. Έχω υποχρέωση να αντισταθώ σε όλες τις εκφάνσεις του συνταγματικού λαϊκισμού.»
Για την ένταση στο Αιγαίο:
«Καταρχάς υποκλίνομαι στη μνήμη του Σμηναγού Γεωργίου Μπαλταδώρου.
Είναι αναγκαίο να διαχωρίσουμε τα γεγονότα από τα λόγια. Όταν υπάρχουν γεγονότα, δηλαδή κυρίως αεροναυτικά περιστατικά, η απάντηση πρέπει να είναι ψύχραιμη και αποφασιστική ταυτοχρόνως, σύμφωνα με καλά επεξεργασμένα πρωτόκολλα ενεργειών. Όταν υπάρχουν λόγια πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δηλώσεις με βαρύτητα κατά το διεθνές δίκαιο στις οποίες πρέπει να δίδεται άμεση, υπεύθυνη και λιτή απάντηση με συνείδηση της σημασίας κάθε λέξης, και σε σχόλια ή αναφορές που γίνονται για εσωτερική κατανάλωση, με κίνητρα επικοινωνιακά. Σε τέτοιου είδους δημόσιους «διαλόγους» μια ευρωπαϊκή χώρα δεν χρειάζεται να συμμετέχει, διευκολύνοντας ένα παιχνίδι έντασης. Οι δε διπλωματικοί δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να μένουν πάντα ανοικτοί».