Έξι χρόνια πολέμου στη Συρία

Έξι χρόνια πολέμου στη Συρία

Ο πόλεμος στη Συρία, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ «η χειρότερη καταστροφή που έχει προκαλέσει ο άνθρωπος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», εισέρχεται σήμερα στον έβδομο χρόνο του, με την κυβέρνηση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ να είναι σε θέση ισχύος απέναντι στους αντάρτες.

Έξι χρόνια συγκρούσεων έχουν προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων από 320.000 ανθρώπων, περισσότερους από 11 εκατομμύρια εκτοπισμένους και πρόσφυγες –δηλαδή ο μισός πληθυσμός πριν από τον πόλεμο– και κατέστρεψαν τις υποδομές της χώρας.

Η θλιβερή επέτειος συμπίπτει με τον τρίτο γύρο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στην Αστάνα του Καζακστάν, όμως απουσία των ανταρτών, γεγονός που αφήνει λίγες ελπίδες για μια σημαντική πρόοδο στην επίλυση της κρίσης.

Στο πεδίο, ο πόλεμος συνεχίζει σήμερα να κοστίζει ανθρώπινες ζωές: τουλάχιστον εννέα άμαχοι, εκ των οποίων τέσσερα παιδιά, σκοτώθηκαν τα ξημερώματα από αεροπορικές επιδρομές στην πόλη Ιντλίμπ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας την οποία ελέγχουν οι αντάρτες και ο τζιχαντιστές.

Το φυτίλι του πολέμου άναψε στις 15 Μαρτίου 2011 με το ξέσπασμα ειρηνικών διαδηλώσεων μετά τη σύλληψη και τον βασανισμό μαθητών που κατηγορούνταν ότι έγραψαν αντικυβερνητικά συνθήματα σε τοίχους στη Ντεράα.

Μετά την αιματηρή τους καταστολή, ξέσπασε μια ένοπλη εξέγερση και στη συνέχεια εμφύλιος πόλεμος στον οποίο ενεπλάκησαν πολλές τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις.

«Όταν ξεκινήσαμε να διαδηλώνουμε, δεν περίμενα να φτάσουμε εδώ. Πιστεύαμε ότι θα σταματήσει σε δύο, τρεις μήνες, έναν χρόνο το αργότερο», δήλωσε ο 32χρονος Αμπντάλα αλ Χουσέιν, ένας ποδοσφαιριστής της ομάδας Σαρακέμπ.

«Δεν έχει σημασία πώς θα τερματιστεί ο πόλεμος, με τα όπλα ή ειρηνικά. Ο λαός θέλει να ζήσει ειρηνικά», πρόσθεσε.

Η διεθνής κοινότητα παρέμενε διχασμένη επί χρόνια μεταξύ ενός φιλοκυβερνητικού μπλοκ, του οποίου ηγούνται η Ρωσία και το Ιράν, και ενός μπλοκ που υποστηρίζει τους αντάρτες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, την Τουρκία και τις χώρες του Κόλπου.

Όμως, αντίθετα με τις προβλέψεις, η κυβέρνηση Άσαντ έχει στρέψει τον πόλεμο προς το μέρος της χάρη στη στρατιωτική υποστήριξη της Μόσχας.

Από την άλλη, οι εξεγερμένοι είναι διχασμένοι εσωτερικά και δέχονται πιέσεις από την άνοδο τζιχαντιστικών οργανώσεων, όπως το Ισλαμικό Κράτος. Πλέον η συριακή ένοπλη αντιπολίτευση είναι περιθωριοποιημένη και αποδυναμωμένη, κυρίως μετά την απώλεια τον Δεκέμβριο του ανατολικού Χαλεπιού, του σημαντικότερου προπυργίου της.

Την ίδια ώρα η πολιτική αντιπολίτευση δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην τουρκική υποστήριξη, μετά την προσέγγιση στα τέλη του 2016 της Άγκυρας με τη Μόσχα, ούτε στους Αμερικανούς καθώς η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τις ειρηνευτικές συνομιλίες στην Αστάνα ή τη Γενεύη.

Ωστόσο, «υπάρχει πλέον μια διεθνής επιθυμία να τερματιστεί ο πόλεμος και ο συριακός λαός επιθυμεί μια λύση», τονίζει ο επικεφαλής του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ράμι Άμπντελ Ράχμαν.

«Όμως οι μικροί πόλεμοι θα συνεχιστούν και η Συρία δεν θα επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή της», σημείωσε. Διότι «δεν έχουν καταστραφεί μόνο οι υποδομές, αλλά και ο κοινωνικός ιστός».

Για τον Ύπατο Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ζέιντ Ράαντ αλ Χουσέιν, ο πόλεμος στη Συρία είναι «η χειρότερη καταστροφή που έχει προκαλέσει ο άνθρωπος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ