Τέσσερα είναι τα πιθανά σενάρια, κάθε ένα από τα οποία έχει πολλές παραλλαγές, για την εξέλιξη μιας ελληνοτουρκικής κρίσης, κρίνοντας από τη σταθερή κλιμάκωση την οποία ακολουθεί το τουρκικό καθεστώς, το οποίο θέλει να δείχνει ότι δεν μπλοφάρει, όπως μαρτυρά και το tweet του Ερντογάν στα ελληνικά.
Η ανάρτηση από ένα ξένο ηγέτη στην γλώσσα άλλης χώρας γίνεται συνήθως για να εκφράσει τη συμπαράσταση του σχετικά με κάποια φυσική καταστροφή ή τρομοκρατική ενέργεια. Τουίτ το οποίο να προειδοποεί μια γειτονική χώρα σχετικά με το τι πρόκειται να της συμβεί αν δεν συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του γείτονά της, προιδεάζει για άλλες καταστάσεις.
Στο ήπιο σενάριο, το τουρκικό καθεστώς θα συνεχίσει την εμπρηστική του ρητορική συνδυαστικά με ελεγχόμενες εντάσεις που θα εστιάζουν στις μεταναστευτικές ροές. Ταυτόχρονα, η Άγκυρα θα συνεχίσει να επιχειρεί διπλωματικές πιέσεις προς την Ελλάδα εμμένοντας στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και αμφισβητώντας την κυριαρχία τους.
Ενδεχομένως να προσπαθήσει να διεθνοποιήσει το ζήτημα, καλώντας χώρες με τις οποίες έχει συνυπογράψει συνθήκες να πιστοποιήσουν δήθεν πως τα λεγόμενα της είναι σωστά.
Το μεσαίο σενάριο περιλαμβάνει την εμφάνιση ενός σκάφους σεισμικών ερευνών, όπως το Oruc Reis - ή το ίδιο το Oruc Reis - που θα διεξάγει για μια ακόμα φορά έρευνες σε ανοριοθέτητες περιοχές. Πιθανότερος στόχος, το τρίγωνο μεταξύ Κάρπαθου, Κρήτης και Καστελόριζου. Μην ξεχνάμε ότι το Oruc Reis υποτίθεται πως έχει ήδη συλλέξει σειρά σεισμικών δεδομένων κατά τις 82 ημέρες του 2020 όταν και διεξήγαγε έρευνες.
Στο ίδιο σενάριο, θα μπορούσαμε να δούμε τουρκικά αλιευτικά σε ελληνικά ύδατα να αρνούνται να αποχωρήσουν, (επικαλούμενα ότι βρίσκονται σε χωρικά ύδατα της γείτονος), γεγονός που θα πυροδοτούσε αντίδραση της ελληνικής ακτοφυλακής, καθώς επίσης την εμφάνιση ενός πλωτού γεωτρύπανού στην κυπριακή ΑΟΖ. Τόσο σε αυτό, όσο και στα υπόλοιπα σενάρια, η εργαλειοποιήση του μεταναστευτικού από τον Ερντογάν παίζει σοβαρό ρόλο.
Τίποτα για παράδειγμα δεν αποκλείει εντάσεις μεταξύ των ακτοφυλακών των δυο χωρών εξαιτίας αύξησης των ροών προς τα ελληνικά νησιά. Η όξυνση στο μεταναστευτικό είναι πιθανή ενόψει των εκλογών στην γείτονα.
Το θέμα αποτελεί ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» που αντιμετωπίζει ο Ταγίπ Ερντογάν στον αγώνα του να παραμείνει στην εξουσία. Η Τουρκία θέλει να ξεφορτωθεί τουλάχιστον 1 εκατ. Σύρους πρόσφυγες μέχρι το 2023. Δηλαδή χονδρικά κάθε μέρα πρέπει να φεύγουν 3.000 άνθρωποι από την Τουρκία. Οι Σύροι πρόσφυγες είτε θα σταλούν πίσω στην Συρία, είτε στην Ευρώπη. Πάντως εκλογές με αυτό τον αριθμό προσφύγων στη χώρα και με το πολιτικό βάρος που προκαλούν, δεν μπορεί να κάνει ο Ερντογάν.
Σε ένα τρίτο, χειρότερο από τα προηγούμενα, σενάριο, η Τουρκία θα προσπαθήσει να ενεργοποιήσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο και θα κληθεί από την κυβέρνηση της Τρίπολης να διεξάγει σεισμικές έρευνες νοτίως της Κρήτης. Ταυτόχρονα, μπορεί να δούμε μετανάστες να μεταφέρονται με συνοδεία τουρκικής ακτοφυλακής σε κάποια βραχονησίδα και από εκεί και πέρα η Τουρκία να σπεύδει να τους διασώσει, υποστηρίζοντας ότι η ευθύνη έρευνας και διάσωσης ανήκει σε αυτήν.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το «τζαρτζάρισμα» των Λιμενικών των δύο χωρών μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι σοβαρότερο, ακόμη και χωρίς εμπλοκή πολεμικών σκαφών. Ενα υποσενάριο εδώ είναι στο τρίγωνο μεταξύ Κάρπαθου, Κρήτης και Καστελόριζου, αντί για σεισμικό σκάφος, να σταλεί πλωτό γεωτρύπανο. Στηρίζεται στο σκεπτικό, πάντα με βάση την τουρκική προσέγγιση, ότι μετά τη συλλογή δεδομένων από τις έρευνες του 2020, ήρθε η ώρα των γεωτρήσεων στο Αιγαίο.
Δεν είναι το πιθανότερο να συμβεί, καθώς τα τουρκικά πλωτά γεωτρύπανα βρίσκονται σε λειτουργία στη Μαύρη Θάλασσα, με τον Ερντογάν να περιμένει κάποια ανακάλυψη φυσικού αερίου, ένα «χαρτί» που θα ήταν χρήσιμο ενόψει εκλογών, ωστόσο παραμένει ένα ενδεχόμενο. Στο τρίτο σενάριο, ένας στιγμιαίος ναυτικός ή αεροπορικός αποκλεισμός ενός νησιού, μόνο και μόνο για να σταλεί μήνυμα αποφασιστικότητας στην πλευρά μας και να τεστάρει τη βούληση και την ετοιμότητα μας. Η απαγόρευση διεξαγωγής κάποιας στρατιωτικής μας άσκησης συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες, γιατί μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες άμεσης εμπλοκής.
Στο χειρότερο δυνατό σενάριο θα δούμε απόπειρα κατάληψης κάποια βραχονησίδας, όπου πλέον οι δύο πλευρές θα εμπλακούν πλήρως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εκεί πλέον η Τουρκία θα δείξει πως αμφισβητεί εμπράκτως τις συνθήκες και θα μεταφέρει την πίεση στην Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αντιδράσει πλέον και δεδομένα θα αντιδράσει δυναμικά.
Και στα τέσσερα παραπάνω σενάρια, είναι δεδομένο ότι θα έχουμε ένταση και στον αέρα. Κοινός επίσης παρονομαστής είναι ο κίνδυνος ενός ανθρώπινου λάθους ή μιας προβοκάτσιας.
Η επαναλαμβανόμενη προπαγάνδα, οι συνεχείς επιθέσεις του Ερντογάν κατά του Μητσοτάκη, η προειδοποίηση εκ μέρους του ότι «οι Έλληνες θα πάθουν ό,τι και οι παππούδες τους πριν από 100 χρόνια», όπως έκανε κατά τη χθεσινή εκδήλωση στην πόλη Βαν, το κλίμα που καλλιεργεί το τουρκικό καθεστώς - σε σημείο ώστε όλη η διαστρωμάτωση στην γείτονα, από τον μάνατζερ μιας επιχείρησης μέχρι τον τούρκο ταξιτζή να ακούει καθημερινά ότι η Ελλάδα είναι ο εχθρός- εύκολα μπορεί να επηρεάσει κάποιον που υπηρετεί στον αέρα ή στη θάλασσα να κάνει το λάθος. Είναι πολύ πιο πιθανό πλέον, να δείξει κάποιος υπερβάλλοντα ζήλο σε σχέση με ό,τι πριν από λίγες εβδομάδες.
Πώς θα αποφύγουμε την παγίδα
Τα παραπάνω δείχνουν ότι ο Ερντογάν στήνει συστηματικά και με σχέδιο μια παγίδα. Το ερώτημα είναι πώς θα αποφύγει η Ελλάδα να πέσει σε αυτή. Καταρχάς, η Αθήνα επιδεικνύει και πολύ σωστά ψυχραιμία επιλέγοντας με κάθε ευκαιρία να διεθνοποιεί την τουρκική προκλητικότητα.
Δεύτερο συστατικό της ελληνικής αντίδρασης πρέπει να είναι η αποφασιστικότητα, προκειμένου να γίνει σαφές στην Τουρκία ότι το κόστος, σε περίπτωση που επιλέξει τη περιπέτεια με την Ελλάδα, θα είναι δυσβάσταχτο ή τουλάχιστον εμείς θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε τέτοιο.
Αλλά η Ελλάδα έχει πολλά επίπεδα στα οποία πρέπει να κινηθεί, το πρώτο εκ των οποίων είναι το διμερές. Μπορεί ο Ερντογάν να επέλεξε να κόψει επισήμως όλα τα διμερή κανάλια επικοινωνίας, ωστόσο, κάτω από τα ραντάρ, πρέπει να συνεχίσουμε να διατηρούμε έστω μία στοιχειώδη επαφή με την άλλη πλευρά. Ναι μεν μπορεί αυτή η επικοινωνία να μην είναι σε θέση να αποτρέψει - όπως εμείς θα θέλαμε - ένα ανθρώπινο λάθος ή μια παρανόηση που θα εξελιχθεί σε κρίση.
Εντούτοις, ευρισκόμενη σε μια ακραία κατάσταση, όπως η παρούσα, η Αθήνα πρέπει να διατηρεί κάποιους ανοιχτούς διαύλους με την άλλη πλευρά. Σε συγκυρίες όπως αυτή, είναι σημαντικό να συνομιλείς απευθείας με το γείτονα και όχι μέσω τρίτων. Οι τρίτοι έχουν και δικά τους συμφέροντα να εξυπηρετήσουν. Άρα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ελληνική θέση θα μεταφερθεί με τον επιθυμητό τρόπο.
Από κει και πέρα, χρειάζεται να είναι ξεκάθαρο στους συμμάχους μας, το τι ακριβώς προτίθεται να κάνει η Ελλάδα, ανάλογα με το επίπεδο κλιμάκωσης από την Τουρκία.
Για παράδειγμα, στο σενάριο Α, η Ελλάδα θα λάβει αυτα τα μέτρα, στο σενάριο Β τα άλλα, και ούτω καθ’ εξής. Είναι εξαιρετικά σημαντικό, να γνωρίζουν εκ των προτέρων, τι θα πράξουμε, ανάλογα με το κάθε σενάριο, δίχως γενικολογίες, αλλά απολύτως συγκεκριμένα.
Συνέχεια μίας τέτοιας επιλογής είναι να ξέρουμε εκ των προτέρων και έως που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και εκείνοι. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε και εμείς, υπό ποια σενάρια θα αντιδράσουν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, και με ποιο τρόπο. Όπως κι εμείς θα τους γνωστοποιήσουμε τι προτιθέμεθα να κάνουμε σε συνθήκες κλιμάκωσης, καθώς και τι περιμένουμε από αυτούς, έτσι είναι σημαντικό να ξέρουμε με καθαρότητα και τις δικές τους προθέσεις.
Τέλος, πέρα από τον άμεσο δίαυλο που πρέπει να έχουμε εμείς με την Τουρκία, σημαντικό είναι να έχουμε μια εικόνα μέσω των εταίρων μας, για το πως και σε ποιο βαθμό μπορούν να επηρεάσουν και εκείνοι την τουρκική πολιτική.
Είναι καθοριστικό ότι η Ελλάδα προετοιμάζεται χρόνια απέναντι σε μία και μοναδική απειλή, αντίθετα με την Τουρκία, που έχει να αντιμετωπίσει περισσότερες. Υπό αυτή την έννοια, είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι. Όσο για το επιχειρησιακό σκέλος, φυσικά και πρέπει να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, δίχως αυτό να οδηγεί σε υπερβολές.
Όπως ακριβώς το κλίμα που δημιουργεί ο Ερντογάν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο λάθος, έτσι και στη δική μας πλευρά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε κάθε επίπεδο. Η σωστή διαχείριση με τα νεύρα τεντωμένα, είναι υψίστης σημασίας σε καταστάσεις όπως η τρέχουσα.
Ακριβώς λοιπόν για να δείξουμε ότι, πέρα από τις επιθετικές πομφόλυγες Ερντογάν και Τούρκων αξιωματούχων, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι μία κανονική χώρα που επιθυμεί τον διάλογο με τους γείτονες της -παρά το ότι η Άγκυρα κάνει οτιδήποτε περνάει απ’ το χέρι της για να τον τορπιλίσει- και προκειμένου να φέρουμε τόσο τους εταίρους μας όσο και την Τουρκία προ των ευθυνών τους, είναι χρήσιμο να προτείνουμε ένα συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο οδικό χάρτη, με απτά βήματα για την έξοδο από την υφιστάμενη κρίση.
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1