Έκθεση - καταπέλτης από την Κομισιόν για την εκπαίδευση στην Ελλάδα

Έκθεση - καταπέλτης από την Κομισιόν για την εκπαίδευση στην Ελλάδα

«Καμπανάκι» για την εικόνα οπισθοδρόμησης που αποτυπώνεται σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην Ελλάδα κρούει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έκθεση-καταπέλτη για τις μεταρρυθμίσεις που είτε «πάγωσαν» είτε απέτυχαν λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης στη χώρα μας.

Στην έκθεση σημειώνεται πως η νέα στρατηγική της κυβέρνησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με έμφαση στην ποιότητα και τη διασφάλιση της εκπαίδευσης «δεν περιέχει αρκετά ειδικά και στοχευμένα μέτρα, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η πλήρης και αποτελεσματική υλοποίησή της».

Όπως διαπιστώνεται, ο κεντρικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση έχει υποστεί σημαντική συρρίκνωση, καθώς από τα 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014 μειώθηκε στα 5,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2015, ποσά που ισοδυναμούν αντίστοιχα με το 3,2 % και το 3% του ΑΕΠ.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «ο προϋπολογισμός για την εκπαίδευση μειώθηκε σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη λόγω των προσπαθειών εξυγίανσης που κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στο πεδίο των γενικών δαπανών. Οι περικοπές αυτές επηρέασαν και τους μισθούς των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: από την 1η Ιανουαρίου 2016 ισχύουν νέα μισθολογικά κλιμάκια για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2017 οι μισθοί θα παραμείνουν αμετάβλητοι με σκοπό την εξοικονόμηση δαπανών».

Η Κομισιόν σε άλλο σημείο της έκθεσης επικρίνει την αναστολή των διαδικασιών αξιολόγησης στη χώρα μας, ακόμη και στην ιδιωτική εκπαίδευση: «Δεδομένης της θετικής επίδρασης που μπορούν να έχουν η αυτονομία και η λογοδοσία στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, θεωρείται ανησυχητικό το γεγονός ότι έχουν ανασταλεί οι διαδικασίες για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών (αυτοαξιολόγηση για τα σχολεία και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών), ακόμα και στην ιδιωτική εκπαίδευση», τονίζεται και συμπληρώνεται πως υποβαθμίστηκε και ο ρόλος των Συμβουλίων.

Ειδικά για τον νέο τύπο ολοήμερου σχολείου, που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε φέτος γίνεται λόγος για υποβάθμιση. «Η νέα μορφή του ολοήμερου σχολείου («ενιαίος τύπος ολοήμερου δημοτικού σχολείου») προβλέπεται ότι θα τεθεί σε εφαρμογή από τη σχολική χρονιά 2016-2017 για όλα τα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Υπουργείο Παιδείας 2016). Με τον νόμο 4386/2016, ο οποίος ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο στις 31 Αυγούστου, εισάγεται η έννοια ενός ενιαίου τύπου ολοήμερου σχολείου σε εθνικό επίπεδο. Ο νέος αυτός τύπος εφαρμόζεται σε μεγαλύτερο αριθμό σχολείων, στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για μια λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή του νέου ολοήμερου σχολείου που προβλεπόταν παλαιότερα. Συγκεκριμένα, ο νόμος δεν προβλέπει την οργάνωση ολοκληρωμένων απογευματινών δραστηριοτήτων μετά τη λήξη της πρωινής ζώνης, όπως είχε προβλεφθεί αρχικά», τονίζεται.

Παράλληλα, γίνεται σαφές πως το σχέδιο αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω συγχωνεύσεων και καταργήσεων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δεν κατάφερε να εκπληρώσει το έργο του, καθώς δεν οδήγησε στον αναμενόμενο οικονομικό εξορθολογισμό.

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Εκσυγχρονισμός της σχολικής εκπαίδευσης», τονίζεται πως οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα είναι οι πιο κακοπληρωμένοι σε όλη την Ευρώπη. «Οι μισθοί των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι σε πραγματικούς όρους από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες του ΟΟΣΑ σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Λόγω της οικονομικής κατάστασης και των περικοπών στον δημόσιο τομέα, οι μισθοί έχουν μειωθεί στο 76 % του επιπέδου τους κατά το 2008».

Ένα ελληνικό φαινόμενο στην εκπαίδευση είναι το γεγονός ότι η χώρα αντιμετωπίζει το φαινόμενο της εναλλαγής των γενεών στον εκπαιδευτικό χώρο. Περίπου οι μισοί εκπαιδευτικοί (49 %) στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι άνω των 50 ετών, ενώ λιγότεροι από το 1 % είναι κάτω των 30 ετών. Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς το 39 % των εκπαιδευτικών έχουν ηλικία από 40 έως 49 ετών.

Όπως αναφέρει η Κομισιόν, το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε φέτος την πρόσληψη 5 179 προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην προσχολική εκπαίδευση, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε τομείς της ειδικής εκπαίδευσης, αριθμός που αντιστοιχεί στον μεγαλύτερο με διαφορά αριθμό προσλήψεων από το 2008!

«Η αναδιάρθρωση του δικτύου σχολικών μονάδων σταμάτησε πρόσφατα και έκτοτε δεν πραγματοποιήθηκε καμία άλλη ουσιαστική ενέργεια για την προσαρμογή του συστήματος στις ανάγκες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαίο να προσδιοριστούν περαιτέρω σε ποσοτικό επίπεδο οι ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και να διερευνηθούν τα περιθώρια αύξησης της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού δυναμικού», τονίζει η έκθεση.

Η Κομισιόν σημειώνεται ότι «ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ταλαντούχων, καταρτισμένων ατόμων μεταναστεύουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερες μισθολογικές απολαβές ή καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας», τη στιγμή που οι ελληνικές επιχειρήσεις του τομέα δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό. «Το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατα αποφοιτησάντων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέμεινε πολύ χαμηλό», τονίζεται.

Οι Έλληνες φέρονται να πάσχουν σε δεξιότητες, όπως η ανάγνωση και τα μαθηματικά, ενώ στα προσεχή χρόνια αναμένεται μείωση κατά 25% του μαθητικού πληθυσμού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω υπογεννητικότητας. Στα βασικά σημεία της έκθεσης σημειώνεται ότι επιδόσεις είναι απογοητευτικές όσον αφορά την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων από τους νέους και τους ενήλικες, τη συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς επίσης και την εκπαίδευση των ενηλίκων.

Στο κομμάτι της διοίκησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αναφέρεται: «Με νομοθετική πράξη που θεσπίστηκε τον Οκτώβριο του 2015 άλλαξε ο τρόπος εκλογής των πρυτάνεων και των κοσμητόρων, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η αυτονομία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με τη νομοθετική αυτή πράξη, ο ρόλος των πανεπιστημιακών συμβουλίων υποβαθμίστηκε και τα κριτήρια εκλογιμότητας έγιναν περισσότερο αυστηρά, καθώς, μεταξύ άλλων αλλαγών, τα μέλη πανεπιστημιακού προσωπικού από το εξωτερικό δεν έχουν πλέον δικαίωμα εκλογής. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς, τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν επίσης τη δυνατότητα να καταρτίζουν καταστατικά και κανονισμούς σε επίπεδο ιδρύματος». Γίνεται σαφές ότι οι σπουδαστές δεν διαγράφονται πλέον αυτόματα από τα πανεπιστημιακά μητρώα, αν δεν καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εντός της κανονικής περιόδου σπουδών, κάτι που «ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα αύξηση της μέσης διάρκειας σπουδών, η οποία είναι ήδη αρκετά υψηλή στην Ελλάδα».

«Καμπανάκι» και για την εκπαίδευση των ενηλίκων, όπου σημειώνεται πως «η συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σταθερή το 2014, με ποσοστό 31 %· ωστόσο, το ποσοστό αυτό ήταν χαμηλότερο κατά 17 πμ από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση, η οποία ανήλθε σε 5,7 % το 2015, παρέμεινε επίσης σε χαμηλά επίπεδα και απείχε πολύ από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,7 %). Η Ελλάδα εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης για τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες από προγράμματα ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ. Το 2015 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 37,5 % και βρισκόταν σχεδόν στο μισό του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ».

«Ο αντίκτυπος της προσφυγικής κρίσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι αρκετά περιορισμένος προς το παρόν, αλλά ενδέχεται να έχει ευρύτερες συνέπειες στο μέλλον», τονίζει τέλος η έκθεση.

Αναλυτικά η έκθεση της Κομισιόν ΕΔΩ

Διαβάστε ακόμα:

- Εξηγήσεις υπουργείου Παιδείας για την έκθεση - «καμπανάκι» της Κομισιόν