Τον κώδωνα του κινδύνου για τη χώρα μας χτυπά και η νέα έκθεση του ινστιτούτου ΔιαΝΕΟσις καθώς επιβεβαιώνει τη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας ξεκινώντας από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά δηλαδή από τότε που υπάρχουν στοιχεία, σημειώνοντας πως μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα).
Στην έρευνα της διαΝΕΟσις με θέμα «Η ελληνική οικογένεια και το δημογραφικό πρόβλημα», που επικεντρώνει σε έναν από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό, τη γονιμότητα και η οποία έχει πραγματοποιηθεί από ομάδα ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή ερευνών του Διονύση Μπαλούρδο,τονίζονται τα εξής:
Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.
Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.
Το αποτέλεσμα;
Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του '90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη όπου όμως σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία π.χ. 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).
Το 2008 το 58,4 των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ετών ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό εκτοξεύτηκε στο 66,7% αν και αυτό -πάντα σύμφωνα με την έρευνα- εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση, καθώς σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους.
Στην Ελλάδα οι κοινωνικές αλλαγές που επηρεάζουν τον δείκτη γονιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, «καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό».
Οι ίδιες αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες, και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις στη χώρα μας. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.
Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της "ακραία χαμηλής γονιμότητας". Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο "rebound" ή "catching-up effect" που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.
Πλέον, οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών.
Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%. Είπαμε, όμως, ότι το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό. Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας: περίπου 20% και στις δύο χώρες.
Ο δείκτης γονιμότητας στις δύο χώρες όμως είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία, και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών -στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα.
Ακόμη, στην έρευνα επισημαίνεται ότι οι συνέπειες της σημερινής κατάστασης είναι οφθαλμοφανείς και στα στοιχεία. Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.
Αναλυτικότερα, στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Φωτογραφία intime news
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα εδώ.