H άνοδος των άκρων σε μια Ευρώπη που κλυδωνίζεται από την ενεργειακή κρίση και τις συνέπειες του πολέμου του Πούτιν δίνουν το τόνο του φετινού καλοκαιριού. Το τρίο Μελόν ι- Σαλβίνι - Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και οι Λεπέν, Μελανσόν στην Γαλλία στέλνουν σαφή μηνύματα ότι ο λαϊκισμός ενισχύεται ως πολιτική δύναμη στην Ευρώπη.
Και η Ελλάδα; Η προοπτική ενός ζοφερού χειμώνα δεν δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση ενός αντισυστημικού τσουνάμι; Μήπως οι αντισυστημικές τάσεις περνούν κάτω από τα δημοσκοπικά ραντάρ;
Η Ελλάδα φαίνεται πως είναι μια διαφορετική περίπτωση. Έχει ζήσει την περιπέτεια του λαϊκισμού, πίστεψε τις σειρήνες του, αλλά μετά ήρθε η μεγάλη διάψευση. Και αυτό λειτουργεί ως επιβραδυντής για την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων, όπως μαρτυρά η απουσία παρόμοιων δημοσκοπικών τάσεων.
«Η τραυματική εμπειρία της αναζήτησης σωτήρων με εύκολες και βολικές λύσεις είναι πολύ νωπή στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας. Ο λογαριασμός ήταν βαρύς, δημιούργησε αντιλαϊκιστικά αναχώματα στην κοινωνία και αυτά βάζουν προς ώρας φρένο στην ανάπτυξη αντισυστημικών δυνάμεων, παρ' ότι το διεθνές περιβάλλον προσφέρεται», όπως λέει στο liberal, ο διευθύνων σύμβουλος της Marc, Θωμάς Γεράκης, που επίσης έχει προβληματιστεί πάνω στο θέμα.
Η ερμηνεία του είναι ότι τα αντισώματα που δημιούργησε το πάθημα του 2015 κάνουν για την ώρα τη διαφορά της Ελλάδας με άλλες δυτικοευρωπαικές δημοκρατίες. Το γεγονός ότι στην Γαλλία, την Ιταλία και αλλού, δεν έχουν ζήσει κλειστές τράπεζες, δημοψηφίσματα και μνημόνια, τους κάνει πιο επιρρεπείς στην αναζήτηση πολιτικών εκφράσεων που υπόσχονται μαγικές και βαθιά λαϊκίστικες λύσεις.
Στην Ιταλία επιχειρούν να τις προσφέρουν η επικεφαλής των «Αδελφών της Ιταλίας», Τζόρτζια Μελόνι, που εκφράζει μια ακροδεξιά, αντιευρωπαική και καθαρά εθνικιστική τάση, προσπαθώντας να αξιοποιήσει τα αδιέξοδα και τα προβλήματα της Ευρώπης, από κοινού με τους Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι, χαϊδεύοντας τα αυτιά στους αγανακτισμένους Ιταλούς.
Ο υπαρκτός κίνδυνος των εκλογών της 25ης Σεπτεμβρίου είναι να κερδίσει ένας συνασπισμός της ακροδεξιάς και της πιο συντηρητικής δεξιάς, προσφέροντας ανύπαρκτες λύσεις και υπονομεύοντας την προσπάθεια μιας ούτως ή άλλως αδύναμης Ευρώπης απέναντι στον εκβιασμό του Πούτιν.
Η πρώτη πάντως δημοσκόπηση μετά την παραίτηση Ντράγκι δείχνει ένα «ντέρμπι» μεταξύ Ακροδεξιάς (23,7% οι «Αδελφοί της Ιταλίας») και Κεντροαριστεράς (22,7% το κόμμα του Λέτα). Όσο για το κίνημα των «Πέντε Αστέρων» που ευθύνεται για την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι, επειδή δεν της έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης, υποχωρεί στο 11,9% και το «Φορτσα Ιτάλια» του 85χρονου Μπερλουσκόνι στο 7,6%.
Στην Γαλλία, είναι οι Λεπέν και Μελανσόν -δυνάμεις κατά κανόνα φιλοπουτινικές, όπως και στην Ιταλία- που κολακεύουν τους ψηφοφόρους επίσης με προτάσεις άνευ περιεχομένου και ουσίας, αλλά με ισχυρή προσωπική επιρροή ως λαϊκιστές. Ο φόβος της πολιτικής παράλυσης γίνεται ολοένα πιο υπαρκτός, αφού ο Μακρόν έχει τα χέρια του δεμένα, προκειμένου να προωθήσει τη μεταρρυθμιστική του ατζέντα, όπως την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης.
Τίποτα δεν είναι σίγουρο παρά μόνο ότι η κυβέρνηση πρέπει να δίνει συνεχείς μάχες, με μεγαλύτερη αυτή για τον προϋπολογισμό το προσεχές φθινόπωρο. Στην ουσία, μετά την αδυναμία σχηματισμού συνεργασιών, ο Γάλλος πρόεδρος κυβερνά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία και πηγαίνει βήμα - βήμα, βρίσκοντας κατά περίπτωση τη συμμαχία που θα τον βολέψει για να περάσει το νομοσχέδιο που τον ενδιαφέρει.
Σε καμία από τις παραπάνω χώρες δεν έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια τα ηνία «σωτήρες». Η Ελλάδα αντίθετα τους έζησε, απογοητεύτηκε απ' αυτούς, γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία είναι πολύ επιφυλακτική απέναντι τους. Αυτός είναι ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος στις δημοσκοπήσεις (23,9% Marc, 26% Pulse). Γιατί συμβαίνει αυτό ; Γιατί το 2015 στοιχειώνει ακόμη το ένστικτο των πολιτών και το πολιτικό μας σύστημα. «Η περιπέτεια είναι ακόμη πολύ νωπή στην συλλογική μας μνήμη, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ακροδεξιά», συμπληρώνει ο επικεφαλής της Marc.
Στο χώρο αυτό, οι όποιες ανοδικές τάσεις παρατηρούνται (Ελληνική Λύση, Έλληνες για την Πατρίδα, κλπ), είναι άνευ ουσιαστικής επιρροής στους πολιτικούς συσχετισμούς, ενώ ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη του επόμενου ισχυρού μορφώματος - κάτι που δεν ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- αποτελεί το γεγονός ότι η πιο δυνατή ακροδεξιά πολιτική δύναμη που πέρασε από την ελληνική Βουλή την τελευταία δεκαετία, είχε ναζιστικά χαρακτηριστικά. Σε μια συγκυρία που στην Ευρώπη αναδεικνύεται ο κίνδυνος επιστροφής της ακροδεξιάς, τα μέλη της Χρυσής Αυγής βρίσκονται στην φυλακή. Μετά την εμπειρία της ΧΑ και την καταδίκη της δεν ευνοείται η δυναμική ανάπτυξη παρόμοιου πολιτικά σχηματισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι με κάθε ευκαιρία, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, από αντιεμβολιαστές έως αντιδυτικούς και φιλοπουτινικούς, δεν αναζητά τον ανορθολογισμό. Αλλά η δυναμική αυτή δεν αποτυπώνεται δημοσκοπικά. Μοιάζει, πολλοί από τους παραπάνω συμπολίτες μας, να προτιμούν ότι στις δύσκολες στιγμές, καλό είναι να κρατά το τιμόνι της χώρας ένα σταθερό χέρι.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι παρά τον μεγάλο λαϊκιστικό πειρασμό, λείπουν από το ελληνικό πολιτικό σκηνικό τα νέα, άφθαρτα πρόσωπα που θα μπορούσαν να τον ενσαρκώσουν. Κοινωνικά και πολιτικά φαίνεται να υπάρχει χώρος. Αυτό δείχνει η παρουσία του «Κανένα» στις δημοσκοπήσεις, ο οποίος συχνά προηγείται του Αλέξη Τσίπρα σε πολλά από τα ερωτήματα για το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα προβλήματα της χώρας.