Ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης για τις προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες για χρήση πιστωτικών, χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών κατέθεσαν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως υποστηρίζουν, πολλοί μικροί επιχειρηματίες διαμαρτύρονται ότι οι τράπεζες τούς χρεώνουν με ενιαία προμήθεια, είτε οι πελάτες τους έχουν χρησιμοποιήσει χρεωστικές/προπληρωμένες είτε πιστωτικές κάρτες. Ανάλογες αναφορές εμπεριέχουν και πολλά δημοσιεύματα στον Τύπο, υποστηρίζουν οι βουλευτές κι επικαλούνται τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η χρήση χρεωστικών καρτών επιβαρύνεται με προμήθεια μικρότερη σε σχέση με εκείνη των πιστωτικών.
Στην ερώτησή τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ τονίζουν επίσης ότι η εξομοίωση της προμήθειας δημιουργεί στρέβλωση στην αγορά, αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις επιτυγχάνουν γενναίες εκπτώσεις στις προμήθειες, κατορθώνοντας έτσι να διαθέτουν τα προϊόντα τους σε πιο ελκυστικές τιμές από τις μικρές και μεσαίες. «Στην περίπτωση όμως που η προμήθεια από τη χρήση χρεωστικών καρτών μειωνόταν αναλογικά, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα έβλεπαν το λειτουργικό τους κόστος να περιορίζεται και, βοηθούντων και άλλων παραγόντων, θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν με καλύτερους όρους τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις».
Αναλυτικά η ερώτηση του βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ:
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον κ. Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΘΕΜΑ: Τραπεζικές προμήθειες για τη χρήση καρτών
Μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (Capital Controls) και τη σύνδεση του αφορολόγητου με τις αγορές που κάνει ο φορολογούμενος με χρήση κάρτας ή ηλεκτρονικά, αυξήθηκε δραστικά η χρήση πιστωτικών, χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, η αύξηση αυτή μόνο κατά τα δύο τελευταία έτη έχει ξεπεράσει το 200%. Πέραν των θετικών επιπτώσεων στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η χρήση καρτών δημιουργεί στους πολίτες αίσθηση ασφάλειας και επενεργεί θετικά στο εμπόριο.
Όπως είναι γνωστό, πολλοί καταναλωτές, ιδιαίτερα οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι δεν διαθέτουν πιστωτικές κάρτες, καθώς οι τράπεζες εξετάζουν με όλο και πιο αυστηρά κριτήρια εισοδήματος τους υποψήφιους πελάτες και απορρίπτουν πλήθος αιτήσεων. Προκειμένου λοιπόν να κάνουν τις αγορές τους και να εξασφαλίσουν ότι δεν θα φορολογηθούν δυσμενώς, οι πολίτες στηρίζονται στις χρεωστικές ή τις προπληρωμένες κάρτες.
Οι τράπεζες χρεώνουν στις επιχειρήσεις προμήθεια για τις πωλήσεις τους μέσω καρτών. Η προμήθεια αυτή είναι ιδιαιτέρως υψηλή, καθώς για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κυμαίνεται μεταξύ 1-2% και σε κάποιες περιπτώσεις είναι ακόμα υψηλότερη. Οι επιχειρήσεις ευλόγως μεταφέρουν το κόστος από τη συγκεκριμένη προμήθεια στις τιμές των προϊόντων τους και τους καταναλωτές. Η προμήθεια που εισπράττεται για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών δικαιολογείται εκ μέρους των τραπεζών με το επιχείρημα ότι παρέχουν πίστωση στον χρήστη (τον δανείζουν), με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο κόστος λειτουργίας τους και τις ενδεχόμενες ζημίες από μη συνεπείς χρήστες των καρτών.
Πλην όμως στην περίπτωση χρήσης χρεωστικών ή προπληρωμένων καρτών, δεν παρέχεται απολύτως καμία πίστωση, αφού η εκάστοτε αγορά είναι ήδη «καλυμμένη» από τον τραπεζικό λογαριασμό του χρήστη. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι απόντος του πιστωτικού κινδύνου οι προμήθειες στις χρεωστικές θα ήταν χαμηλότερες από εκείνες των πιστωτικών καρτών. Εντούτοις, πολλοί μικροί επιχειρηματίες διαμαρτύρονται ότι οι τράπεζες τους χρεώνουν με ενιαία προμήθεια, είτε οι πελάτες τους έχουν χρησιμοποιήσει χρεωστικές/προπληρωμένες είτε πιστωτικές κάρτες. Ανάλογες αναφορές εμπεριέχουν και πολλά δημοσιεύματα στον Τύπο. Αντιθέτως, είναι κοινή πρακτική στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες η χρήση χρεωστικών καρτών να επιβαρύνεται με προμήθεια μικρότερη σε σχέση με εκείνη των πιστωτικών.
Έτσι, οι χρήστες χρεωστικών καρτών στην Ελλάδα, κατά κανόνα δηλαδή οι πολίτες με χαμηλότερα εισοδήματα και οι συνταξιούχοι, επιβαρύνονται δυσανάλογα, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, η εξομοίωση της προμήθειας δημιουργεί στρέβλωση στην αγορά, αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις επιτυγχάνουν γενναίες εκπτώσεις στις προμήθειες, κατορθώνοντας έτσι να διαθέτουν τα προϊόντα τους σε πιο ελκυστικές τιμές από τις μικρές και μεσαίες. Στην περίπτωση όμως που η προμήθεια από τη χρήση χρεωστικών καρτών μειωνόταν αναλογικά, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα έβλεπαν το λειτουργικό τους κόστος να περιορίζεται και, βοηθούντων και άλλων παραγόντων, θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν με καλύτερους όρους τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η απάντηση που δίνουν συχνά οι τράπεζες είναι ότι οι προμήθειες καθορίζονται από τον ανταγωνισμό και ότι είναι «χαμηλές σε σχέση με αυτές που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Δεν προσδιορίζουν ωστόσο ποιες είναι αυτές (προμήθειες ανά χώρα) ούτε αιτιολογούν τη μη διαφοροποίηση της προμήθειας ανάμεσα σε χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες. Η δε επίκληση του ανταγωνισμού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως το μόνο ρυθμιστικό εργαλείο.
Επειδή: Το κράτος ουσιαστικά υποχρεώνει τους πολίτες να χρησιμοποιούν κάρτες (για το χτίσιμο του αφορολόγητου)
Επειδή: Το κράτος συνεπώς έχει καθήκον να παρέμβει ρυθμιστικά, εξετάζοντας αν οι προμήθειες ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας,
Επειδή: Το κράτος έχει καθήκον να εξετάσει αν τηρείται η αναλογικότητα των χρεώσεων, αν δηλαδή οι προμήθειες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρήση διαφορετικών τύπων καρτών.
Κατόπιν αυτών, ερωτάται ο κ. Υπουργός:
Σε ποιες ενέργειες έχει προβεί ή θα προβεί, ενδεχομένως και με τη συνδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος και την Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, προκειμένου να εξεταστεί:
(α) Αν οι προμήθειες που χρεώνουν τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τη χρήση καρτών ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος παροχής των σχετικών υπηρεσιών που προσφέρουν,
(β) Γιατί δεν διαφοροποιούνται προς όφελος του χρήστη οι προμήθειες που εισπράττονται για τη χρήση χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών σε σχέση με τη χρήση πιστωτικών καρτών.
Φωτογραφία αρχείου SOOC