«Ας βγει η χρονιά με λιγότερους από 20.500 θανάτους και θα νιώσω ανακούφιση»
Το σενάριο του Ν. Τζανάκη

«Ας βγει η χρονιά με λιγότερους από 20.500 θανάτους και θα νιώσω ανακούφιση»

Το καλύτερο σενάριο είναι ο συνολικός αριθμός θανάτων ως τα τέλη της χρονιάς να φτάσει τους 20.500, σύμφωνα με τον καθηγητή Πνευμονολογίας Νίκο Τζανάκη, γεγονός που μεταφράζεται σε ένα μέσο ημερήσιο τραγικό αριθμό 60 νεκρών. Το χειρότερο με βάση τα μοντέλα του είναι o απολογισμός να ξεπεράσει τoυς 21.000. Το ερώτημα δεν είναι πόσες ΜΕΘ έχουμε, σημειώνει, αλλά πόσο καλά στελεχωμένες είναι αυτές, πόσο εξειδικευμένο προσωπικό έχουμε, προσθέτοντας πως όταν πιέζεται το σύστημα, είναι λογικό να πέφτει η απόδοσή του.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
 

Ποια η γνώμη σας για τη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα που δείχνει ότι όσο αυξάνεται ο φόρτος των διασωληνωμένων στις ΜΕΘ, τόσο αυξάνεται κλιμακωτά και η θνητότητα και πιέζεται το ΕΣΥ από τους 400 διασωληνωμένους και πάνω; 


Έχει αποδειχθεί αυτό που λέτε. Πως δηλαδή όσο αυξάνονται οι διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ τόσο αυξάνεται και η θνητότητα. Χθες ανακοινώθηκαν 683 διασωληνωμένοι, πολύ πάνω από τους 400 που αναφέρει η μελέτη σχετικά με την κλιμακωτή αύξηση της θνητότητας. Επομένως, το ΕΣΥ δέχεται πίεση.  Αυτό που αναφέρει η μελέτη το έχουμε δει , εκτός από την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στη Νέα Υόρκη για παράδειγμα, έφθασαν μέσα στο 2020, να έχουν 100% θνησιμότητα για όσους μπαίνουν σε ΜΕΘ. Στο Μπέργκαμο άγγιξε και το 90% θνησιμότητα. 
Στην ουσία η μελέτη των Τσιόδρα- Λύτρα επαληθεύει ό,τι ξέραμε από τις ξένες μελέτες. Πως δηλαδή όταν πιέζεται το σύστημα, πέφτει η απόδοσή του. Και αυτό σημαίνει περισσότερες ημέρες νοσηλείας, περισσότερες επιπλοκές και βεβαίως περισσότερους θανάτους. 

Η μελέτη αυτή αναφέρει πως σημασία δεν έχει η ποσότητα των ΜΕΘ που διαθέτει ένα εθνικό σύστημα υγείας, αλλά η ποιότητά  τους. Για παράδειγμα,  πόσο καλά στελεχωμένες είναι. Ποια είναι η άποψή σας; 

Αυτές οι μελέτες βλέπουν την κατάσταση που επικρατεί γενικά. Αυτό το λέω γιατί οι 400 κλίνες ΜΕΘ, είναι οι  ποιοτικές. Με βάση πάντα τη στελέχωση και την πίεση. Επομένως αυτά τα ποιοτικά κρεβάτια είναι εντελώς διαφορετικά από τα υπόλοιπα 200 που αναπτύσσονται, με προσωπικό που ενδεχομένως δεν είναι τόσο καλά εκπαιδευμένο. Σε συνθήκες που μάλιστα δεν είναι καλές και δημιουργούν από μόνες τους πολλά προβλήματα. Τέτοια είναι των επιλοιμώξεων, των ανθεκτικών μικροβίων, της διαχείρισης των ασθενών. 

Είναι τυχαίο ότι η μελέτη διαπιστώνει το μεγαλύτερο με τις ΜΕΘ στην επαρχία έναντι της Αθήνας; 

Δεν είναι πάντα έτσι. Για παράδειγμα η μονάδα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου έχει μία από τις καλύτερες επιδόσεις ανάνηψης στην Ελλάδα. Και στα περιφερειακά νοσοκομεία αν έχουν αναπτυχθεί 3 ή 4 ΜΕΘ, τότε αυτές αποδίδουν πολύ καλά. Αν όμως στα 4 αυτά κρεβάτια προστεθούν περισσότερα σε χώρους που δεν ενδείκνυνται για αυτή τη χρήση (πχ στα χειρουργεία) και τα λειτουργούν άνθρωποι που δεν είναι τόσο καλά καταρτισμένοι, τόσο σε επίπεδο ιατρικής, όσο και νοσηλευτικής φροντίδας, τότε η αποδοτικότητα του συστήματος υγείας θα πέσει. Το ίδιο συμβαίνει αν τις παραπάνω κλίνες ΜΕΘ τις εξυπηρετεί το ίδιο προσωπικό που λειτουργούσε τις αρχικές και καλείται να αντιμετωπίσει 10 ασθενείς, αντί για 4. 

Τι προτείνετε να γίνει σήμερα για την αντιμετώπιση της υποστελέχωσης και ενίσχυσης του ΕΣΥ;

Σε αυτή τη φάση δεν μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα. Ο λόγος είναι πως δεν γίνεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτυχθούν πολλές ποιοτικές ΜΕΘ, πολλά ποιοτικά κρεβάτια δηλαδή. Ακόμα και αν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα και ο απαραίτητος εξοπλισμός, είναι θέμα οργάνωσης με πρώτο παράγοντα την ιατρική και νοσηλευτική στελέχωση. 

Αυτοί είναι και οι δύο καθοριστικοί παράγοντες. Δεν είναι ζήτημα εξοπλισμού, αλλά κυρίως έμψυχου δυναμικού. Σε μία χώρα που δεν διαθέτει ποιοτικό έμψυχο δυναμικό, καθώς την περίοδο της οικονομικής κρίσης έφυγε έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, δεν γίνεται να αναπτυχθούν κρεβάτια από τη μία στιγμή στην άλλη. 

Αν υποθέσουμε πως στην Ελλάδα είχαμε 10.000 κρεβάτια ΜΕΘ ποιοτικά. Και δεν ήταν υποχρεωτικός εμβολιασμός. Τότε λοιπόν θα είχαμε 10.000 διασωληνωμένους. Σε αυτό το υποθετικό παράδειγμα θα είχαμε 60% στην καλύτερη των περιπτώσεων θνησιμότητα. Δεν είναι λύση δηλαδή οι ΜΕΘ. Η λύση είναι να μην καταλήγει ένας άνθρωπος στις ΜΕΘ.  

Επομένως η λύση είναι εμβολιασμός με τρίτη δόση όλων των ενηλίκων και υποχρεωτικότητα σε ορισμένες κατηγορίες. Βλέπετε να έχουμε κάνει κάποια πρόοδο;

Θεωρώ πως μέχρι τα τέλη του έτους, τουλάχιστον οι μισοί από τους 65 και άνω που είναι ανεμβολίαστοι θα έχουν εμβολιαστεί και περίπου το 70%-80% άνω των 60 ετών που έχουν κάνει τις δύο δόσεις, θα έχουν κάνει και την τρίτη. Είναι μια σημαντική πρόοδος αυτή. Σήμερα η Ελλάδα κάνει περίπου 3,5 εκατ. εμβολιασμούς το μήνα. Δηλαδή θα μπορούσαμε σε δύο μήνες να έχουν εμβολιαστεί σχεδόν όλοι με την τρίτη δόση. 

Έχουν βελτιωθεί δηλαδή οι επιδόσεις μας μετά τα μέτρα που ελήφθησαν;

Νομίζω πως η έναρξη των μαζικών εμβολιασμών σαν απόρροια της πίεσης λόγω των μέτρων που πάρθηκαν, δηλαδή έμμεσης υποχρεωτικότητας, έχουν οδηγήσει σε αύξηση των εμβολιασμών. Αν προσθέσει κανείς τα περιοριστικά μέτρα για τους ανεμβολίαστους, όλο το «πακέτο» οδηγεί σε αύξηση των εμβολιασμών. Αποτέλεσμα είναι να πέφτουν τα κρούσματα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως χθες Τετάρτη, είχαμε σχεδόν 1.000 κρούσματα λιγότερα συγκριτικά με μια εβδομάδα πριν. 

Έχετε προειδοποιήσει για 3.000 – 4.000 επιπλέον θανάτους έως τα τέλη Ιανουαρίου. Εμμένετε σε αυτή σας την εκτίμηση;

Δυστυχώς πολλοί συνάνθρωποί μας χάνονται. Ήδη η χώρα πλησιάζει τους 20.000 θανάτους. Μακάρι να μην περάσουμε τους 20.500 θανάτους έως το τέλος της χρονιάς. Αν δεν τους υπερβούμε,  τότε θα νιώσω ανακούφιση. Το κακό σενάριο είναι να ξεπεράσουμε τους 21.000. Σκεφτείτε ότι είχαμε 130 θανάτους την ημέρα πρόσφατα. Ελπίζω πως μετά τα Χριστούγεννα ο αριθμός θανόντων από κορονοϊό θα καταγράψει πτώση.