Μια από τις εγκληματικές για τα εκπαιδευτικά μας πράγματα αστοχίες του Συντάγματος του 1975 ήταν η διατήρηση της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων που πρώτη θέσπισε η χούντα με το Σύνταγμα του 1968.
Ο χωρίς προκαταλήψεις ασχολούμενος όμως με την εκπαίδευση αξίζει να διαβάσει προσεκτικά τα «βεβαρημένα με πολυλογία» πρακτικά της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής σε ό,τι αφορά το άρθρο 16 του Συντάγματος για να αντιληφθεί το μέγεθος της αντίθεσης σχεδόν του συνόλου των εθνικών μας αντιπροσώπων με τη συνολική ιδέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Θα ανακαλύψει τότε, ότι ο λόγος που δεν απαγορεύθηκε η λειτουργία και των ιδιωτικών σχολείων δεν ήταν βεβαίως ότι η ιδιωτική εκπαίδευση αυξάνει τις επιλογές των γονιών, ότι μειώνει το μονοπώλιο των δημόσιων σχολείων ή ότι βελτιώνει το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα. Οχι, τέτοιες σκέψεις δεν απασχολούσαν ούτε κατά διάνοια τους βουλευτές το μακρινό 1975. Ο λόγος που «τη γλίτωσαν» τα ιδιωτικά σχολεία και δεν καταργήθηκαν ήταν καθαρά συντεχνιακός. Για να μην απολυθούν οι καθηγητές που εργάζονταν σ΄ αυτά.
Φρόντισε όμως στη συνέχεια ο κοινός νομοθέτης να θέσει ένα ασφυκτικό γραφειοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας για τα ιδιωτικά σχολεία, που όμοιό του δεν συναντάς εύκολα στον πολιτισμένο κόσμο. Το πλαίσιο αυτό έγινε ακόμη δυσμενέστερο για την ιδιωτική εκπαίδευση επί ΣΥΡΙΖΑ, ανομολόγητος σκοπός της πλειονότητας των στελεχών του οποίου ήταν και είναι η κρατικοποίηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Υπό αυτά τα δεδομένα της ελληνικής εκπαιδευτικής μονολιθικότητας, το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την ιδιωτική εκπαίδευση, το οποίο, εάν είχε παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα εντυπωσίαζε κανέναν γιατί περιλαμβάνει προφανώς τα αυτονόητα, αποτελεί για την Ελλάδα μια... επαναστατική τομή.
Σήμερα θα σταθώ μόνο στο περιβόητο άρθρο 30 του νόμου 682/1977, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα νομοθετικό εξάμβλωμα. Με το άρθρο αυτό στην ουσία έχει καταργηθεί το διευθυντικό δικαίωμα του επιχειρηματία της εκπαίδευσης σε μια σειρά από περιπτώσεις και κυρίως το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εκπαιδευτικού που κρίνει ότι δεν είναι κατάλληλος. Σύμφωνα λοιπόν με την παρ. 3 του άρθρου, η οποία πρέπει να επισημάνω ότι συνιστά παγκόσμια «πρωτοτυπία», η καταγγελία μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται σ΄ αυτή. Με ποια λογική όμως οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με όλους τους άλλους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα; Γιατί να υπάγονται σε ένα διαφορετικό καθεστώς από τον φτωχό εργάτη ή τον χαμηλόμισθο υπάλληλο; Στην πραγματικότητα, με την παραπάνω διάταξη απαγορεύεται η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών και στα ιδιωτικά σχολεία.
Ειπώθηκε ήδη από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι αυτό έγινε για να αποφεύγονται τάχα οι καταχρηστικές απολύσεις από μέρους των εργοδοτών. Μα η εργατική νομοθεσία παρέχει ήδη πολλά όπλα στον εργαζόμενο που απολύθηκε άδικα και καταχρηστικά να δικαιωθεί στα δικαστήρια, η δε νομολογία των εργατικών δικαστηρίων είναι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ιδιαιτέρως φιλεργατική. Ο μόνος αρμόδιος άλλωστε να κρίνει μια απόλυση ως παράνομη και καταχρηστική δεν μπορεί να είναι κάποιος κομισάριος του Δημοσίου αλλά αποκλειστικά και μόνο ο φυσικός δικαστής.
Με το νομοσχέδιο της κυβέρνησης τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία θα ρυθμίζονται πλέον από το εργατικό δίκαιο που ισχύει για όλους τους άλλους εργαζομένους.
Και κάτι τελευταίο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει απόλυτο δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η κατάργηση του άρθρου 30 θα αποβεί εις όφελος των εκπαιδευτικών, ιδίως των νέων επιστημόνων που επιθυμούν να εργαστούν στην ιδιωτική εκπαίδευση. Από πλήθος διεθνών ερευνών γνωρίζουμε ότι η βασική αιτία της μεγάλης ανεργίας είναι η δύσκαμπτη, πολύπλοκη και υπερπροστατευτική για τους εργαζομένους εργατική νομοθεσία. Στις ΗΠΑ λένε: «Easy fire, easy hire» - όσο πιο εύκολα απολύεις τόσο πιο εύκολα προσλαμβάνεις.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 11 Ιουλίου.