Οι μολύνσεις κορονοϊού στην Αυστρία κατέγραψαν νέο ημερήσιο ρεκόρ σήμερα, την τρίτη ημέρα του lockdown για τους ανεμβολίαστους που στόχο έχει να ανακόψει την αύξηση των κρουσμάτων.
Περίπου το 65% του πληθυσμού στην Αυστρία είναι πλήρως εμβολιασμένο έναντι της Covid-19, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στη δυτική Ευρώπη. Η Αυστρία έχει επίσης ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης στην ήπειρο, με τον δείκτη επίπτωσης επτά ημερών να διαμορφώνεται σε 925 ανά 100.000 ανθρώπους.
Η έξαρση των μολύνσεων σε όλη την Ευρώπη καθώς ο χειμώνας πλησιάζει οδηγεί τις κυβερνήσεις στο να εξετάσουν την εκ νέου επιβολή μη δημοφιλών lockdowns. Σε αντίθεση με την Ολλανδία, που έχει δώσει εντολή για μερικό lockdown που αφορά όλους τους πολίτες, η Αυστρία έχει επιδιώξει να αποφύγει την επιβολή επιπλέον περιορισμών στους πλήρως εμβολιασμένους.
Οι ημερήσιες μολύνσεις αυξήθηκαν στις 14.416 σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το όριο των 14.000. Το αποκορύφωμα του μεγαλύτερου κύματος μολύνσεων πριν από το σημερινό ήταν 9.586 κρούσματα πριν από περίπου ένα χρόνο, όταν η χώρα εισήλθε σε πλήρες lockdown.
Έχοντας απαγορεύσει στους ανεμβολίαστους να εισέρχονται σε μέρη όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία, θέατρα και τελεφερίκ σε χιονοδρομικά κέντρα πριν από 10 ημέρες, η κυβέρνηση έδωσε εντολή για lockdown, στο πλαίσιο του οποίου περίπου δύο εκατ. άνθρωποι που δεν έχουν εμβολιαστεί πλήρως μπορούν να βγουν από τα σπίτια τους για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Οι πολίτες αυτοί μπορούν να πάνε στη δουλειά τους, να αγοράσουν τις απαραίτητες προμήθειες και να ασκηθούν, χωρίς να υπάρχει περιορισμός για τη χρονική διάρκεια ή την απόσταση στην οποία μπορούν να κινηθούν. Δεδομένων αυτών των εκτεταμένων κατηγοριών, υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν το lockdown μπορεί να εφαρμοστεί σωστά και εάν θα είναι αποτελεσματικό στο να ανακόψει την αύξηση των κρουσμάτων.
Η κατάσταση είναι χειρότερη σε δύο από τις εννέα επαρχίες της Αυστρίας, την Άνω Αυστρία και το Σάλτσμπουργκ, όπου τα νοσοκομεία υφίστανται αυξημένες πιέσεις. Το Σάλτσμπουργκ προειδοποίησε ότι ετοιμάζεται για συνθήκες διαλογής ασθενών όταν ο αριθμός των ανθρώπων που χρειάζονται νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας ξεπερνά τη διαθεσιμότητα των κλινών, αν και η κατάσταση δεν έχει φθάσει σε αυτό το στάδιο.