Την απόφασή του της 1ης Ιουλίου, με την οποία αποδέχεται την προσφυγή του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, για την ακύρωση και επανάληψη του δευτέρου γύρου των αυστριακών βουλευτικών εκλογών της 22ας Μαΐου, απόφαση που αποτελεί παγκόσμια καινοτομία και αμφισβητείται από μία σειρά νομικούς, συνταγματολόγους και πολιτικούς αναλυτές, κατέθεσε απόψε και γραπτά το Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το Κόμμα των Ελευθέρων, το μεγαλύτερο της αυστριακής αντιπολίτευσης -το οποίο εδώ και ένα χρόνο εμφανίζεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις ως η πρώτη πλέον πολιτική δύναμη στην Αυστρία, με ποσοστό πάνω από 30%- είχε προσβάλει το αποτέλεσμα του δευτέρου γύρου των προεδρικών εκλογών με προσφυγή του στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ο υπαρχηγός των Ελευθέρων Νόρμπερτ Χόφερ, ο οποίος ήταν ο υποψήφιος τους στις εκλογές, είχε ηττηθεί οριακά με ποσοστό 49,7%, έναντι 50,3% του νικητή των εκλογών και υποψήφιου των Πράσινων, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, που κανονικά επρόκειτο να ορκιστεί την περασμένη Παρασκευή, 8 Ιουλίου, νέος ομοσπονδιακός πρόεδρος της Αυστρίας, διαδεχόμενος τον έως τώρα πρόεδρο, Χάιντς Φίσερ του οποίου ολοκληρώθηκε την ημέρα αυτή η δεύτερη εξαετής θητεία στο ύπατο αξίωμα της χώρας του.
Στις 175 σελίδες της απόφασής του, όπως και κατά την ανακοίνωσή της με την ανάγνωση αποσπασμάτων της από τον πρόεδρό του, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξηγεί διεξοδικά "Στο όνομα της Αυστριακής Δημοκρατίας", τους λόγους για τους οποίους πρέπει να επαναληφθεί ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, τονίζοντας σε αυστηρά νομική γλώσσα ότι θα πρέπει να αποκλείεται εξ αρχής μία κατάχρηση της εκλογικής διαδικασίας.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο παραδέχεται στην απόφασή του, κάτι που διαπιστώθηκε και κατά την ανακοίνωσή της πριν σχεδόν δύο εβδομάδες, πως "κανένας από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν στη διάρκεια της δημόσιας προφορικής ακροαματικής διαδικασίας, δεν έδωσε το παραμικρό στοιχείο ότι υπήρξαν πραγματικές νοθείες".
Τα 14 μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποφαίνονται στην απόφασή τους, πως, παρά το γεγονός αυτό, έπρεπε να ακυρωθεί ο δεύτερος γύρος των εκλογών, "εξαιτίας παρατυπιών κατά την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων σε 14 περιφέρειες και εξαιτίας της διαβίβασης από την πλευρά του αυστριακού υπουργείου Εσωτερικών, κάποιων μεμονωμένων εκλογικών αποτελεσμάτων σε Μέσα Ενημέρωσης και ερευνητικά ινστιτούτα, πριν τη λήξη της εκλογικής διαδικασίας".
Το Συνταγματικό Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφασή του στην αυστηρή νομολογία του, που φθάνει έως το 1927 (ΣΣ στην προ-φασιστική εποχή της νεαρής τότε ακόμη Πρώτης Αυστριακής Δημοκρατίας), και αφορά παραβάσεις κατά κανόνων οι οποίοι θα πρέπει να αποτρέπουν εκλογικές νοθείες, σημειώνοντας πως "οι νομικές προδιαγραφές για την εκλογική διαδικασία, πρέπει να εγγυώνται πως μία τέτοια κατάχρηση πρέπει να μην είναι εξαρχής δυνατή", καθώς η απόδειξη στον καθένα μεμονωμένα, για συγκεκριμένη κατάχρηση είναι δυνατή μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις.
Στη συνέχεια, στην απόφαση αναφέρεται πως οι εμπειρίες από χώρες όπου δεν λειτουργεί η δημοκρατία, έχουν δείξει πως πολιτικοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν, με τη βοήθεια μέσων εξουσίας που διαθέτουν, να νοθεύσουν τα εκλογικά αποτελέσματα, και πως, σε μία σταθερή δημοκρατία η ακριβής τήρηση των εκλογικών διατάξεων διασφαλίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην νομιμότητα των εκλογών και ως εκ τούτου στα θεμέλια του κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί πως, στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την προφορική ανακοίνωση της απόφασης, έχει ενισχυθεί σημαντικά η θέση πως αυτή θα μπορούσε να έχει τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις, καθώς, μπορεί μεν να τυγχάνει "σεβασμού" από την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, ωστόσο, αρκετοί συνταγματολόγοι, νομικοί και σχολιαστές έχουν διαφοροποιηθεί κρούοντας τον κώδωνα των κινδύνων που εμπεριέχει η απόφαση.
Όπως επισημαίνεται σχετικά, όχι μόνον δεν καταγγέλθηκε νοθεία, από καμία πλευρά, καθώς ούτε η ίδια η Ακροδεξιά αποτόλμησε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο στην προσφυγή της, αλλά, και στην ίδια την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν υπήρξε κάποια αξιόπιστη εξήγηση, για το πώς θα μπορούσε να είχε διαπραχθεί μία τέτοια νοθεία.
Οι προεδρικές εκλογές, όπως επισημαίνουν αυτοί οι σχολιαστές, από το αποτέλεσμά τους υπήρξαν άψογες, το μόνο κακό ήταν ότι αυτό δεν ικανοποιούσε την Ακροδεξιά και η ίδια βρήκε τώρα, με τη νομικίστικη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, συμμάχους για να δώσουν στον υποψήφιό της μία δεύτερη ευκαιρία, κάτι που δεν έχει προϋπάρξει στην αυστριακή ιστορία.
Σε ανάλυσή του, ο διακεκριμένος Αυστριακός συνταγματολόγος Τέο ΄Ελινγκερ, καταλήγει στο συμπέρασμα, πως η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να έχει μεγάλες πολιτικές συνέπειες, καθώς ο Νόρμπερτ Χόφερ έχει καλές πιθανότητες να κερδίσει τις επαναληπτικές εκλογές -στον τρίτο γύρο τους - στις 2 Οκτωβρίου, μιας και η "νίκη" του ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα "πουληθεί" κατάλληλα προεκλογικά, ως "αποκατάσταση του δικαίου" .
Σύμφωνα με τον Τέο ΄Ελινγκερ, ένας μελλοντικός ομοσπονδιακός πρόεδρος Νόρμπερτ Χόφερ, "ανεβάζει" και τις πιθανότητες του αρχηγού των Ελευθέρων, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε να είναι ο επόμενος ομοσπονδιακός καγκελάριος στην Αυστρία και να κλείσει με αυτόν τον τρόπο ο κύκλος της (ακρο) δεξιάς στροφής, κατατάσσοντας τη χώρα στην ίδια "λέσχη" με την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Ομως, όπως σημειώνει ο Αυστριακός συνταγματολόγος, υπάρχει η "εντυπωσιακή διαφορά" πως σε αυτές τις δύο χώρες αυτή η εξέλιξη (δηλαδή της ακραίας στροφής προς τα δεξιά) επήλθε παρά τις αντιστάσεις του εκάστοτε Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ αντίθετα στην Αυστρία, αυτή επέρχεται - "άθελα" - από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της.
Ο γνωστός Αυστριακός νομικός Αλφρεντ Νολ, ασκώντας έντονη κριτική στην απόφαση για ακύρωση και επανάληψη του δευτέρου γύρου των προεδρικών εκλογών, επισημαίνει πως αυτή "αντιβαίνει στο γράμμα του αυστριακού Συντάγματος", καθώς, κατά την άποψή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει καμία αρμοδιότητα να "ερμηνεύει και να εξηγεί", αλλά ο ρόλος του είναι απλά και μόνον να "διαβάζει" (σωστά) το Σύνταγμα.
Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι καν δυνατό να τηρείται κατά γράμμα ο εκλογικός νόμος, όπως το ζητάει στην απόφαση του το Συνταγματικό Δικαστήριο, γιατί "θα άνοιγαν πλέον διάπλατα οι πόρτες για νέες προσφυγές ενώπιόν του", κάτι που έχει ήδη διαμηνύσει το Κόμμα των Ελευθέρων και ο υποψήφιος του, ο Νόρμπερτ Χόφερ.
Κατά την άποψη του Αλφρεντ Νολ, το Συνταγματικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφασή του με το ότι οι νομικές παραβάσεις που αποκαλύφθηκαν με την προσφυγή ενώπιόν του, "θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό θεμελιώνει όμως μία δικαστική απόφαση στην υποθετική μορφή, η οποία πλέον ούτε περιορισμούς ούτε και όρια έχει".
Όπως διευκρινίζει ο Αλφρεντ Νολ, "το Συνταγματικό Δικαστήριο πρέπει να κάνει αποδεκτή μία προσφυγή μόνον όταν έχει αποδειχθεί πως η παρανομία στη διαδικασία έχει επηρεάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας".
Το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο και ο πρόεδρος του αποφάνθηκαν πως κατά την εξέταση της προσφυγής των Ελευθέρων "δεν υπήρξε ούτε η παραμικρή ένδειξη για παραποίηση του εκλογικού αποτελέσματος, αυτό είναι το γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι οι παρατυπίες δεν είχαν καμία επιρροή στο αποτέλεσμα", προσθέτει ο Αυστριακός νομικός.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ