Γράφουν ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Σταύρος Κωνσταντινίδης*
Η κλιματική κρίση, το περιβαλλοντικό διακύβευμα και το αίτημα για πράσινη διακυβέρνηση, δεν αποτελούν αιχμή μιας προσωρινής πολιτικής περιόδου. Ούτε είναι ζήτημα πολιτικού καθωσπρεπισμού. Αντίθετα, είναι ζήτημα που θα διατρέξει οριζόντια το σύνολο των πολιτικών, οικουμενικά και τοπικά, και το στοίχημα θα κριθεί σε βάθος δεκαετιών, αν σήμερα όμως, πετύχουμε τις προσαρμογές.
Για την κλιματική κρίση μιλάμε με πάθος και αφοσίωση από το 2006, τότε που ο Τόνυ Μπλερ είχε πάρει παγκόσμια πρωτοβουλία με βάση την έκθεση Στερν, η οποία δυστυχώς επαληθεύεται, σε ό,τι αφορά τις δραματικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στον 21ο αιώνα. Ο πρώτος από μας την έκθεση Στέρν την επικαλείται συνεχώς σε όποιο βήμα ή forum βρίσκεται.
Η κλιματική αλλαγή, που θα φέρει μεταξύ άλλων και δεκάδες εκατομμύρια κλιματικούς μετανάστες προς την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική έως το 2070, απαιτεί εθνικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πολιτικές. Προφανώς και δεν είναι θέμα ενός νόμου, αλλά πληθώρας νόμων, που θα αφορούν την ενέργεια και ειδικά την παρασκευή και τη χρήση του υδρογόνου, το συνολικό χωροταξικό, την οικιακή ενέργεια, την παραγωγή κάθε μορφής, τα μεταβατικά στάδια, το δομημένο περιβάλλον, το συνολικό αποχετευτικό, τη συλλογή και τη διαχείριση των απορριμμάτων, όπου η χώρα βρίσκεται ακόμη σε πρωτόλεια κατάσταση. Θα εξηγήσουμε πώς εντάσσουμε την πολιτική οικολογία στον προγραμματικό μας λόγο και πώς απευθύνουμε πρόσκληση, στους νέους, στους εθελοντές, στους ευαισθητοποιημένους πολίτες που έχουν ήδη κατανοήσει την πρόκληση της κλιματικής κρίσης.
Η κλιματική κρίση δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Το αποτέλεσμα της απληστίας των ισχυρών. Οι δυνάμεις της προόδου δεν επιτρέπεται να μένουν απαθείς σε αυτή την απειλή. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι επένδυση στο μέλλον μας. Είναι η δική μας Πράσινη Επανάσταση για την προστασία της ζωής. Αποτελεί την αρχή μιας νέας στρατηγικής, ενός νέου οικονομικού προγραμματισμού, μιας νέας οικονομικής πολιτικής. Γίνεται η πρώτη μας προτεραιότητα για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η νέα παραγωγική επανάσταση πρέπει να είναι οικολογική.
Το τελευταίο διάστημα εκτός από την ενδυνάμωση της κεντροαριστεράς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, βλέπουμε και τα Πράσινα κόμματα και κινήματα να επέρχονται με δυναμισμό στα πολιτικά πράγματα. Συμπαθείς φιγούρες μοντέρνες, εναλλακτικές, διανοούμενοι. Πρόσωπα που δεν μοιάζανε ακριβώς με τους τυπικούς πολιτικούς. Αλλά ούτε με τους πολιτικούς προγόνους τους, των χειροποίητων πουλόβερ και των ρομαντικών σανδαλιών της δεκαετίας του '70. Είναι οι Πράσινοι της Ευρώπης. Σύγχρονοι, κομψοί και ρεαλιστές. Η σημειολογία έχει τη σημασία της. Στη Γερμανία αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μεγάλη έκπληξη των πρόσφατων ευρωεκλογών, και εθνικών εκλογών ήταν οι Πράσινοι. Ξεπέρασαν σε ποσοστά παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και εμφανίζουν μια φρέσκια δυναμική εξαιτίας της εικόνας, του περιεχομένου του λόγου τους, που υπερασπίζεται τον ορθολογισμό και το αυτονόητο.
Η παγκόσμια και δραματική συζήτηση για την κλιματική κρίση είναι βέβαιο πως λειτούργησε καταλυτικά. Η πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική κρίση στη Γλασκώβη, είχε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Η πολιτική οικολογία με την κλασική της μορφή, γεννήθηκε μαζί με τα νέα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη μετά τον Μάη του '68 και την πετρελαϊκή κρίση του '73. Εξέφρασε καταρχήν πρωτοπόρα στη θεωρία τη σημασία της αλληλεπίδρασης φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινων κοινωνιών. Υπήρξε μέσω δύο βασικών τάσεών της, επικριτική στην οικονομία της νεωτερικότητας, και παρεμβατική απέναντι στην κοινωνική οργάνωση και τις σχέσεις εξουσίας. Μαζί με το εργατικό κίνημα, το φεμινιστικό, το δικαιωματικό δημιούργησαν ελκυστικά πεδία για μια νέα πολιτική έκφραση της αριστεράς, κυρίως της ανανεωτικής, που έψαχνε εναγωνίως να απαγκιστρωθεί από τις περίκλειστες ορθοδοξίες των μαρξιστικών - λενινιστικών δρόμων. Το κίνημα αποκτά σταδιακά δημοφιλία και οι εκφραστές της πολιτικής οικολογίας αυτονομούνται σιγά - σιγά στον πολιτικό χάρτη ως μικρά κόμματα, που επιδιώκουν συμμετοχή στις τοπικές και εθνικές εκλογές.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι στην Ελλάδα τις δεκαετίες '80 και '90 είχαν μια αξιοσημείωτη, και αρχικώς ελκυστική παρουσία ακόμη και εκλογική, αλλά βρέθηκαν γρήγορα στο περιθώριο. Οι αιτίες πολλές. Η ανεδαφική τότε εμμονή για απόλυτα αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, η ασυγκράτητη ελευθεριότητα της πολιτικής έκφρασης, και ο έντονος αυτουποκειμενισμός τους, διέλυσαν την οργανωτική συνοχή τους. Έτσι η επικράτηση στην Ελλάδα της ριζοσπαστικής πτέρυγας της οικολογίας, που προέταξε την απο-ανάπτυξιακή αντιδραστικότητα ακόμη και σε καθαρά φιλοπεριβαλλοντικά έργα, επέφερε τον μαρασμό τους σε αντίθεση με την Ευρώπη. Εκεί το οικολογικό κίνημα αναπτύχθηκε εξαιτίας της τελικής ηγεμονίας των δυνάμεων του οικολογικού ρεαλισμού, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά.
Τα πάθη της κινηματικής αριστεράς είχαν υποχωρήσει εξάλλου, έγκαιρα στην Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του '90, και αυτό πρόσφερε ζωτικό χώρο σε νέες προσεγγίσεις. Να θυμίσουμε ότι οι Πράσινοι της Γερμανίας συμμετείχαν στην κυβέρνηση την περίοδο 1998- 2005, και με βασικό εκφραστή την εμβληματική μορφή του Γιόσκα Φισερ στο τιμόνι του Υπουργείου Εξωτερικών σήμαναν την απόλυτη στροφή από την οικολογία του αρνητισμού στη ρεάλ πολιτίκ.
Σήμερα οι τελευταίες επιτυχίες των Πρασίνων ερμηνεύονται από ένα στρατηγικό άνοιγμα στις πλειοψηφίες του εκλογικού σώματος, αντί της παραδοσιακής εσωστρέφειας και ζύμωσης στις παγιωμένες μειοψηφίες. Δηλαδή επικέντρωση στην πεμπτουσία της πολιτικής. Προϋπόθεση υπήρξε η στροφή στο κοινωνικό κέντρο, με αποενοχοποιημένες αλλά πραγματιστικές θέσεις μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής. Σταθερά υπέρμαχοι της ψηφιακής οικονομίας αλλά και της κοινωνικής συνοχής, συμβόλισαν τη δυνατότητα μίας συναμφότερης προόδου.
Ξεκινώντας από την ψύχραιμη και προνομιακή έμφαση στην κλιματική κρίση, εμφανίζονται φιλοευρωπαϊστές αντί για ευρωσκεπτικιστές. Έχοντας φιλομεταναστευτικές θέσεις, δεν δίστασαν να περιλάβουν στην ενεργή ατζέντα τους τον εκσυγχρονισμό της αστυνομίας και της αναγκαιότητας αυξημένης χρηματοδότησης για την ασφάλεια. Απεκδύθηκαν δηλαδή το ενοχικό σύνδρομο της διαπραγμάτευσης θεμάτων ασφαλείας, καθιστώντας τα, όπως εξάλλου είναι, κεντρικούς πυρήνες της ατομικής ελευθερίας και της δημοκρατικής συνύπαρξης. Κατάφεραν ακόμη και τον πατριωτισμό, μια λέξη ταμπού για την αριστερή οπτική, να τον οικειοποιηθούν και να το ενσωματώσουν στο πολιτικό λεξιλόγιό τους μέσα από την ευφυή σύλληψη της φιλοπεριβαλλοντικής αντίληψης και προστασίας του τόπου τους. «Νοιάζομαι για το φυσικό περιβάλλον, θέλω τη βιώσιμη ανάπτυξη, άρα είμαι πατριώτης» είναι το σύνθημα!!!
Πού βρίσκεται η δική μας χώρα; Πράσινοι δεν υπάρχουν με ισχυρή παρουσία, αλλά τα κόμματα επιχειρούν το καθένα με τον δικό του τρόπο να ενσωματώσει τη μεγάλη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής συνοχής
Ο καιρός που η ΝΔ βρίσκονταν βαθιά νυχτωμένη με ανύπαρκτη περιβαλλοντική ενσυναίσθηση και χαμηλή ανάγνωση των αναπτυξιακών έργων, στα λόγια φαίνεται να έχει τελειώσει. Στην πράξη, όμως, η κυβέρνησή της είναι δέσμια της γραφειοκρατίας και αυτό στην ουσία περιορίζει και δυσφημεί το οποιοδήποτε πρόγραμμά της.
Υπάρχει λοιπόν πολύς δρόμος για τη σημερινή κυβέρνηση. Προτεραιότητες είναι όλα τα ανοιχτά θέματα της κλιματικής κρίσης, της επίτευξης των εθνικών στόχων για κλιματική ουδετερότητα, της απολιγνιτοποίησης, σε συνδυασμό όμως με τον παραμερισμό της γραφειοκρατίας ως προς την εγκατάσταση των ΑΠΕ και τη δημιουργόα ή τη διεύρυνση της χωρητικότητας των δικτύων, της αξιοποίησης εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, των απορριμμάτων στα αστικά κέντρα, τη βιώσιμη κινητικότητα και το κυκλοφορικό στις πόλεις, τον εσκυγχρονισμό και την απλοποίηση της νομοθεσίας για τη διαχείριση των δασών, την εποικοδομητική σύνδεση και συνεργασία αγροτικής παραγωγής, αλιείας, ενέργειας, τουρισμού, την ορθολογική σύμπνοια με το πνεύμα των Ευρωπαϊκών οδηγιών για να τερματιστεί η «οικολογική» αυθαιρεσία των αντιδράσεων, αλλά και ταυτόχρονα την προσπάθεια ώστε κάθε αναπτυξιακό έργο να μπορεί να παράγει ένα αειφόρο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Το «ΚΙΝΑΛ» διαθέτει ένα σοβαρό πρόγραμμα στους τομείς του Περιβάλλοντος, της Ενέργειας, της αστικής κινητικότητας και της βιωσιμότητας, το οποίο θα ενισχύσουμε περαιτέρω τοποθετώντας την κλιματική οπτική σε κάθε σχετική θεματική ενότητα του προγράμματος μας. Πέραν αυτού δικαίως μπορεί να επαίρεται για τις καλύτερες ίσως θητείες στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Ενέργειας σε διάφορες ιστορικές περιόδους, από την εποχή του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση. Ωστόσο, σήμερα οφείλει να εκφράσει με τον πιο δυναμικό τρόπο τον συγκερασμό του σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος και της ευρωπαϊκής πράσινης πολιτικής, υπό το πρίσμα της απειλής της κλιματικής κρίσης.
Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 είχε ενσωματώσει ως συνεργαζόμενο το μεγαλύτερο οργανωμένο πυρήνα των Οικολόγων - Πράσινων, οι οποίοι αισθάνονταν προνομιακή την εκλεκτική συγγένεια της αριστερής προέλευσης και του κινηματικού ριζοσπαστισμού. Ενσωματώθηκαν όλες οι προγραμματικές προτάσεις της απο - ανάπτυξης και της οικονομικής στασιμότητας των επενδύσεων, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε σε όλη την κυβερνητική θητεία του. Παρόλα αυτά βρέθηκε σε κόντρα ακόμη και με αυτούς τους αριστερούς Οικολόγους, καθώς η υπέρτερη ανάγκη να ικανοποιήσει πελατειακά αιτήματα μέσω νομοσχεδίων, διαφόρων ομάδων πίεσης οδήγησαν σε πρόσφατο διαζύγιο μίας σημαντικής μερίδας
Ωστόσο, το ευρωπαϊκό φαινόμενο των Πράσινων δεν βρίσκει αναλογία στην ελληνική πραγματικότητα. Και δεν βρίσκει γιατί τα τελευταία χρόνια η Πολιτική Οικολογία αναπτύχθηκε στη χώρα, ως απόφυση της ριζοσπαστικής αριστεράς, με αποτέλεσμα να υπερισχύσει περισσότερο πολιτικά και κοινωνικά ο οικολογικός λαϊκισμός, παρά μια σύγχρονη οικολογία του ρεαλισμού. Αυτή τη σύγχρονη οικολογία του ρεαλισμού τη θεωρούμε μέρος του προγράμματός μας για την άσκηση μίας σύγχρονης πολιτικής και διακυβέρνησης.
* Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι βουλευτής του ΚΙΝΑΛ και υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος
* Ο Σταύρος Κωνσταντινίδης είναι Πολιτικός Μηχανικός - Συγκοινωνιολόγος