Αναρμόδιοι είναι οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων να διαπραγματεύονται με τον Πρωθυπουργό για τα μισθολογικά τους, επισημαίνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σε ανακοίνωσή της, ενώ διαφωνεί με τις εξαγγελίες για δικαστές δύο ταχυτήτων με την παροχή ειδικών επιδομάτων στις κορυφές της δικαστικής πυραμίδας.
Όπως μεταδίδει το Πρώτο Θέμα, η Ένωση επισημαίνει ότι μετά τη χθεσινή συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, «οι δικαστικές Ενώσεις είναι κατά το Σύνταγμα οι μόνες αρμόδιες να εκφράζουν αυθεντικά τη βούληση και τις θέσεις των συναδέλφων τους».
Παράλληλα, η Ένωση εκφράζει την πεποίθησή της, ότι «ο Πρωθυπουργός θα κάνει δεκτό το αίτημα των δικαστικών Ενώσεων, για πραγματοποίηση συνάντησης, το οποίο και έχει υποβληθεί από τον Απρίλιο του 2016».
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ξεκαθαρίζει, επίσης, ότι έννοιες όπως «προσωπική διαφορά», «μισθολογικό κλιμάκιο», «ειδικό επίδομα θέσης ευθύνης» στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης, που δεν υπήρξαν ποτέ αιτήματα των δικαστικών Ενώσεων θα δημιουργήσουν ανεπίτρεπτα δικαστές δύο κατηγοριών».
Οι έννοιες αυτές -συνεχίζει η ΕΔΕ- είναι «εντελώς ξένες προς τη φύση του δικαστικού λειτουργήματος, τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού και έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς βασικές συνταγματικές αρχές».
Κάθε δικαστής, τονίζει η Ένωση, «ανεξάρτητα από το βαθμό που κατέχει χειρίζεται «πολύ κρίσιμα ζητήματα» που αφορούν τη συνταγματική νομιμότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία των πολιτών».
Ακόμη, αφού υπενθυμίζουν ότι σύμφωνα με αμετάκλητες αποφάσεις του Μισθοδικείου, το οποίο αποτελείται κατά πλειοψηφία 2/3 από μη δικαστές, έχουν κριθεί τόσο τα ουσιαστικά όσο και τα τυπικά θέματα διάρθρωσης του δικαστικού μισθολογίου, υπογραμμίζουν ότι «κάθε προσπάθεια δήθεν «εξορθολογισμού» του, η οποία θα έρχεται σε αντίθεση προς τις ανωτέρω αποφάσεις, θα επιφέρει ρήγμα στο ισότιμο και ισόκυρο των εξουσιών και τελικά θα πλήξει βάναυσα την λειτουργία του κράτους δικαίου».
Aπάντηση των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων
Απάντηση στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δίνουν οι τρεις Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, που συναντήθηκαν με τον πρωθυπουργό.
Στην επιστολή τους, όπως αναφέρει το "Βήμα", επισημαίνουν ότι το θέμα του μισθολογίου τους δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και θεσμικό και υπεραμύνονται του δικαιώματός τους να συζητήσουν τα μισθολογικά τους.
Ολόκληρη η ανακοίνωση:
«Πρώτιστο καθήκον των επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι η διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, συνάρτηση της οποίας, ως θεσμικό και όχι ως οικονομικό ζήτημα, αποτελεί και το ύψος του μισθολογίου τους, ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρ. 88). Συνεπώς, δικαιούνται και υποχρεούνται να εκδηλώνουν ενδιαφέρον και για το εν λόγω θέμα, το οποίο, μαζί με άλλα θεσμικά θέματα που χρήζουν άμεσης επίλυσης για την βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης (αύξηση οργανικών θέσεων, μηχανοργάνωση Δικαστηρίων, συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις) καθώς και θέματα Δικαιοσύνης, που σχετίζονται με την υπό σχεδιασμό αναθεώρηση του Συντάγματος, συζητήθηκαν στην χθεσινή συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, μετά από αίτημα των Προέδρων, επ΄ ευκαιρία της έναρξης του νέου δικαστικού έτους και επ΄ ευκαιρία της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
Παρόμοια συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί και επί Πρωθυπουργίας κ. Σαμαρά, με τους τότε Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Η προσπάθεια ορισμένων Πολιτικών Κομμάτων να εμπλέξουν τα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης σε κομματικά παιχνίδια είναι απαράδεκτη και πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει. Οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων και γενικότερα όλοι οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν χρειάζονται υποδείξεις από κανέναν για να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους Νόμους, χωρίς, βεβαίως να βρίσκονται απομονωμένοι από την κοινωνία και τα προβλήματά της.
Ως εκ τούτου, η επικοινωνιακή διαχείριση της συνάντησης από ορισμένες πλευρές υπήρξε ατυχής και άστοχη».