Oι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που αναμένεται να παρουσιάσει τα επόμενα χρόνια η χώρα χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης «σώζουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους».
Το λεγόμενο snowball effect στο οποίο αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας πιστοποιεί ότι είναι προτιμότερο για τη βιωσιμότητα του χρέους οι ρυθμοί ανάπτυξης να υπερβαίνουν το ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού από το να εμφανίζει ο προϋπολογισμός πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό. Τόσο οι οίκοι αξιολόγησης όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφωνούν ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης. Επομένως η εξέλιξη αυτή «αντισταθμίζει» εν μέρει τις παρενέργειες από την έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας η οποία είναι πιθανόν να «έρθει» μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος πανδημίας της ΕΚΤ την άνοιξη του 2022.
Ήδη στο χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος βρίσκονται ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας άνω των 22 δισ. ευρώ. από τις αγορές που έχουν πραγματοποιηθεί το πλαίσιο του προγράμματος πανδημίας ΡΕΡΡ. Το ποσό αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθεί τουλάχιστον κατά 10 δισ. ευρώ, μέχρι το τέλος του προγράμματος. Ευλόγως επομένως επικρατεί από τώρα ένας προβληματισμός για το τι μέλλει γενέσθαι στη συνέχεια στην περίπτωση που τα ομόλογα αυτά δεν αποκτήσουν το επενδυτικό διαβατήριο. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poors, όπως ανέφερε το στέλεχος του Marko Mrsni, δίνει περίπου 33% πιθανότητες για μια πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας, τους επόμενους 12-18 μήνες. Οι πιθανότητες αυξάνουν στην περίπτωση που η αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη της αναμενόμενης και υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο κ. Mrsnik διευκρίνισε ότι η S&P πραγματοποίησε μια προσομοίωση που προέβλεψε άνοδο του ΑΕΠ μεταξύ 8-18% μέσα στα επόμενα έξι χρόνια.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο εταίρος οίκος αξιολόγησης η Fitch. Μία περαιτέρω αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε επενδυτική βαθμίδα είναι δύσκολη αλλά εφικτή σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, δήλωσε o επικεφαλής του οίκου για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, Michel Napolitano. Ο οίκος δεν κάνει ακόμη κάποια εκτίμηση για τον μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο που θα έχει το πρόγραμμα αυτό, καθώς θέλει να έχει κάποια μεγαλύτερη ορατότητα της υλοποίησής του. Παρά ταύτα αναμένει ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% για το επόμενο έτος λόγω των επενδύσεων που εν μέρει θα βασίζονται στο πρόγραμμα «Επόμενη Γενιά-ΕΕ».
Υπό τις παραδοχές αυτές ακόμη και αν δεν προχωρήσει η αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, από την οποία την χωρίζει απόσταση δύο βαθμίδων για την S&P και τριών βαθμίδων σύμφωνα με το rating των Moody’s και Fitch, δεν δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του Δημοσίου Χρέους, παρά την εκτίναξη του στο 200% εξαιτίας της πανδημίας. Ήδη με τις τελευταίες εκδόσεις ομολόγων η Ελλάδα καλύπτει όλο σχεδόν το φάσμα της καμπύλης των επιτοκίων και βελτιώνεται παράλληλα το προφίλ του.
Τη βελτίωση των παραμέτρων αυτών αποδέχεται και ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας ο ESM ο οποίος δεν δείχνει να ανησυχεί για την βιωσιμότητα του Χρέους. Ο επικεφαλής του ΕSM Klaus Regling από το Συνέδριο των Δελφών εξήγησε ότι υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι οι οποίοι επηρεάζουν θετικά τη βιωσιμότητα του Ελληνικού Χρέους. Ο πρώτος αφορά την πολύ καλή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας το 2019 πριν ξεσπάσει η κρίση. Ο δεύτερος αφορά την δομή του Ελληνικού Χρέους μετά την αναδιάρθρωση του, καθώς σχεδόν το μισό από αυτό (55%) αφορά σε χαμηλότοκα δάνεια πολύ μακράς διάρκειας που έχει χορηγήσει ο ESM. O τρίτος λόγο συνδέεται με την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και τα έκτακτα μέτρα που εφαρμόζει στην περίοδο της κρίσεως, τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων.
Ακόμη και στα πιο απαισιόδοξο σενάριο το Χρέος της χώρας παραμένει βιώσιμο καθώς όπως εξήγησε ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κ. Δημ Τσάκωνας το βασικό κριτήριο βιωσιμότητας – αυτό των ακαθάριστων δαπανών για την εξυπηρέτηση του – διατηρείται στο 10% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια ακόμη. Με τις αναδιαρθρώσεις που έχουν γίνει η δαπάνη για τόκους με την οποία επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός έχει περιοριστεί στα 5,5 δισ. ευρώ το χρόνο από τα 16 δισ. ευρώ που είχε εκτιναχθεί πριν το PSI.