Η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την σταθεροποίηση του επενδυτικού κλίματος εκτιμά στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία η Alpha Bank, η οποία θεωρεί πρόσθετο σταθεροποιητικό παράγοντα την νομοθετική αντιμετώπιση για τα «κόκκινα» δάνεια.
Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζει η Τράπεζα, η επίτευξη της συμφωνίας επί των προαπαιτούμενων δράσεων για την εκταμίευση της επόμενης δόσεως του δανείου από τον ESM σε συνδυασμό με την επιβεβαίωση των προβλέψεων για μικρότερη του αναμενομένου μείωση στο ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους διαμόρφωσε τις συνθήκες για την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Αυτό τονίζει η έκθεση αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την σταθεροποίηση του επενδυτικού κλίματος και του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μία περίοδο που οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εντείνονται.
Παράλληλα, η νομοθετική αντιμετώπιση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των νοικοκυριών συνιστά πρόσθετο σταθεροποιητικό παράγοντα αφού αποκαθιστά τα συναλλακτικά ήθη που είχαν πληγεί τα τελευταία χρόνια. Επίσης, προστατεύει αποτελεσματικά την πρώτη κατοικία όσων δανειοληπτών αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι το πραγματικό ΑΕΠ της οικονομίας μειώθηκε στο τρίτο τρίμηνο του 2015 κατά 0,4% σε ετήσια βάση, για πρώτη φορά από το τέταρτο τρίμηνο 2013, ήταν αναμενόμενη, υπό την επίδραση του shock που υπέστη η οικονομία τους καλοκαιρινούς μήνες με την επιβολή των ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων και την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών μέτρων. Ωστόσο, η πτώση του ΑΕΠ στο τρίμηνο αυτό ήταν σημαντικά μικρότερη του αναμενομένου, καθώς η οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα στις ανωτέρω υφεσιακές διαταραχές.
Παράγοντες που συνδέονται με την περιορισμένη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας είναι, πρώτον, η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων κατά 5,5% σε ετήσια βάση στο δίμηνο Ιουλίου- Αυγούστου 2015, δεύτερον, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 1,2% στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 2015, και τρίτον, η υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στο 24,6% τον Αύγουστο 2015, από 24,9% τον Ιούλιο 2015.
Με βάση τα ανωτέρω, ο ρυθμός μεγεθύνσεως του ΑΕΠ το 2015 αναμένεται να είναι μηδενικός, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2016. H χώρα εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ύφεση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, επιστρέφοντας σε πορεία ανακάμψεως κατά το δεύτερο εξάμηνο. Η ύφεση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 αναμένεται να προέλθει από την αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, που θα συμπιέσουν σημαντικά την ιδιωτική κατανάλωση. Η ένταση της υφέσεως το 2016 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο, και από την ταχύτητα αποκαταστάσεως του επενδυτικού κλίματος. Το γεγονός ότι το νέο πρόγραμμα είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις προαπαιτούμενες δράσεις και παράλληλα προβλέπει τη διοχέτευση κεφαλαίων για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα συνιστά ιδιαίτερα θετικό παράγοντα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Η διατήρηση, ωστόσο, του αποπληθωριστικού περιβάλλοντος στην επόμενη χρονιά συγκρατεί και το ρυθμό μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ σε αρνητικό έδαφος δυσχεραίνοντας την κάμψη του λόγου του δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, που αποτελεί τον πιο απλό δείκτη βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Φθινοπωρινές Προβλέψεις 2015), ο λόγος χρέους ως προς ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 199,7% το 2016, προτού αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά στο 195,6% το 2017. H εκτίμηση αυτή για το 2016, στηρίζεται στην πρόβλεψη για αύξηση κατά 1,8% του δημοσίου χρέους σε τρέχουσες τιμές και μείωση κατά 0,7% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές (Γράφημα 2).
Από το 2017, η επιτάχυνση της αναπτυξιακής πορείας αναμένεται να έχει σταθεροποιητικά αποτελέσματα επί του δείκτη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον επιτοκίων καθώς και η μετακύλιση πληρωμών τοκοχρεολυσίων των δανείων από το EFSF σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, θα διατηρήσουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε χαμηλό επίπεδο στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, παρά το υψηλό επίπεδο δημοσίου χρέους.