Οι αγορές δεν αποτελούν κάποιο τοτέμ για την κυβέρνηση. Όταν δεν λειτουργούν υπέρ των πολιτών και των οικονομιών, όταν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης δίνουν τη θέση τους σε κερδοσκοπικές δυνάμεις, τότε πρέπει να παρεμβαίνουμε ρυθμιστικά για να ισορροπούν. Αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από την πρωτοβουλία της Ελληνικής κυβέρνησης στο ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο για μια άμεση και προσωρινή παρέμβαση στις χονδρεμπορικές τιμές φυσικού αερίου που έχουν υπερδεκαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Μια πρωτοβουλία που βλέπουμε ήδη να στέλνει ηχηρά μηνύματα στις αγορές, καθώς από τη Δευτέρα που στάλθηκε το σχετικό non paper στις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες ενεργειακής πολιτικής, την Τρίτη που έφυγε η επιστολή του Πρωθυπουργού προς την Πρόεδρο της Κομισιόν και χθες που έγιναν οι σχετικές δημόσιες παρεμβάσεις στα διεθνή ΜΜΕ, είδαμε να σταματάει η τρελή και αδικαιολόγητη κούρσα ανόδου του ΦΑ με μια αποκλιμάκωση της τάξης του 50% στις τιμές, χωρίς να υπάρχει κάποιος άλλος προφανής λόγος.
Όπως δεν υπήρχε ούτε και για την άνοδο του. Άλλωστε, όσοι παρακολουθούν στενά τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία γνωρίζουν καλά ότι τα προϊόντα ενέργειας έχουν μείνει εκτός αυτών, ακριβώς για να μην υπάρξει πρόβλημα στην ενεργειακή τροφοδοσία των ευρωπαϊκών οικονομιών από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Επιπλέον, ούτε η παραγωγική δυνατότητα ούτε οι εφοδιαστικές αλυσίδες φυσικού αερίου έχουν επηρεαστεί από την πολεμική κρίση, που αποτελεί πρόσχημα για κερδοσκοπική εκτόξευση των τιμών. Οι μέχρι τώρα προσπάθειες της ΕΕ να επαναλειτουργήσουν οι φυσικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των τιμών δεν κατόρθωσαν να αντισταθμίσουν το τεράστιο βάρος που επωμίζονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Οι επιδοματικού χαρακτήρα πολιτικές έχουν και μεγάλο δημοσιονομικό κόστος και δεν λύνουν το πρόβλημα.
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος -το κάνει ήδη η αντιπολίτευση που θα όφειλε να γνωρίζει καλύτερα βέβαια- «και γιατί να περιμένουμε την ΕΕ να δράσει αφού βλέπουμε το πρόβλημα; Γιατί δεν κάνουμε αυτές τις παρεμβάσεις στις τιμές σε εθνικό επίπεδο;». Η απάντηση είναι απλή και διπλή: πρώτον, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε σπάσιμο συμβολαίων παροχής φυσικού αερίου, δηλαδή σε ρήτρες σε βάρος των ελληνικών εταιριών ενέργειας και απομόνωσή τους από τις διεθνείς αγορές.
Και δεύτερον, διότι ακόμη κι αν βάζαμε πλαφόν ανώτατης τιμής στην εγχώρια αγορά, το κράτος θα έπρεπε να επιδοτεί με τα χρήματα των φορολογουμένων τις ελληνικές εταιρίες ενέργειας για το ακριβότερο αέριο που θα συνέχιζαν να αγοράζουν τις διεθνείς αγορές για να το πουλάνε δήθεν φθηνότερα στους Έλληνες καταναλωτές.
Λύσεις που επιβαρύνουν το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, δηλαδή εντέλει όλους μας, πολύ απλά δεν είναι λύσεις. Γι’ αυτό το λόγο οι λύσεις πρέπει να είναι ευρωπαϊκές, ρεαλιστικές και βιώσιμες σε βάθος χρόνου για όλους. Και μόνο μια κοινή ευρωπαϊκή παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας που θα ορίσει σε νέα πιο λογικά επίπεδα τις διεθνείς τιμές ΦΑ μπορεί να προσφέρει σε αυτή τη φάση την αναγκαία αποσύζευξη της ενεργειακής από την γεωπολιτική κρίση. Ώστε να σταματήσει η εργαλειοποίηση του ενεργειακού ζητήματος και να δώσουμε χώρο στη διπλωματία και τις άλλες κυρώσεις να κάνουν τη δουλειά τους.
Πρόκειται λοιπόν για μια στοχευμένη και χρονικά περιορισμένη παρέμβαση στην αγορά προκειμένου να ομαλοποιηθεί η κατάσταση σε πιο λογικές τιμές για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Ειδάλλως το πρόβλημα θα συνεχιστεί και την άνοιξη και το καλοκαίρι, παρά την υποχώρηση της ζήτησης ΦΑ θέρμανσης, με παράπλευρες συνέπειες και στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος -που συνδέονται με τις τιμές του φυσικού αερίου λόγω παραγωγής από αυτό και λόγω της διασύνδεσης τους στις αγορές χονδρικής.
Η ελληνική πρόταση μεταξύ άλλων προβλέπει να γίνει Reset στην τιμή με βάση υπολογισμού το προηγούμενο υψηλό προ της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές του Ταμείου Μεταφοράς Τίτλων, η ημερήσια διακύμανση να είναι της τάξης του +/- 10%, να μπει ανώτατο όριο στο μικτό περιθώριο κέρδους στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα της τάξεως του 5%, να ενισχυθεί ταυτόχρονα η ρευστότητα στην αγορά φυσικού αερίου, συνδέοντας τις αγορές ΗΠΑ/ ΕΕ/ Ασίας και να σταματήσει η κερδοσκοπία των traders επιβάλλοντας για κάποιο διάστημα την εμπορία μόνο με φυσική παράδοση καυσίμου. Είναι μια συνεκτική ριζοσπαστική απάντηση στις ασυνήθιστες συνθήκες που ζούμε.
Τέλος δυο λόγια για κάποιους βολικούς μύθους που κυκλοφορούν με ιδιαίτερη ευκολία χάριν λαϊκισμού. Ο εθνικός πόρος λιγνίτης είναι ένα «βρώμικο» και ακριβό καύσιμο που δεν θα έριχνε τις τελικές τιμές καταναλωτή χαμηλότερα ακόμη και σήμερα σε συνθήκες πολέμου. Προκαλεί απορία λοιπόν γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στον λιγνίτη και όχι πχ στις πολύ φθηνότερες πλέον ΑΠΕ αλλά και γιατί επέτρεψε από το 2015 έως το 2019 να μειωθεί η παραγωγή λιγνίτη στη χώρα μας κατά 50% ή σχεδόν 10Twh. Ας απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα.
Όσο για τη μείωση των ειδικών φόρων καυσίμου που με περισσή επιπολαιότητα ζητούν άλλα κόμματα μεταξύ των οποίων και το ΚΙΝΑΛ, η αλήθεια είναι η εξής: πράγματι η φορολογία καυσίμων είναι υψηλή στη χώρα μας, όμως αυτό συμβαίνει διότι έτσι καλύπτεται ένα μεγάλο κενό δημοσίων εσόδων της τάξης των 5-6 δις ευρώ που χρηματοδοτούν κρίσιμα δημόσια αγαθά, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, την ασφάλεια κοκ.
Μια μείωση της φορολογίας καυσίμων θα οδηγούσε σε εξωτερικό δανεισμό για την κάλυψη της τρύπας εσόδων, δλδ σε διόγκωση χρέους για όλους τους πολίτες, ενώ το όφελος από τη μείωση στην τελική τιμή καυσίμων θα ήταν οριακό για τους οικονομικά ευάλωτους και πολύ μεγαλύτερο για τους πιο πλούσιους. Συνολικά θα ήταν μια ατελής πολιτική με πολλές δυσάρεστες παρενέργειες.
Γι’ αυτό εμείς συνεχίζουμε με υπευθυνότητα και συνεχή εγρήγορση και αγωνία για τους πιο ευάλωτους να αξιοποιούμε τα εργαλεία που έχουμε στο εθνικό μας οπλοστάσιο. Ήδη έχουμε δαπανήσει περισσότερα από 2 δις ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το κύμα ακρίβειας στους λογαριασμούς ενέργειας και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όσο διαρκεί η κρίση.
Ένα παράπλευρο όφελος αυτής της ιστορικής και εξαιρετικά δυσάρεστης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση των εσόδων του ταμείου ενεργειακής μετάβασης. Όσα χρήματα μπαίνουν σε αυτό το ταμείο θα επιστρέφουν στην κοινωνία για τη στήριξή της. Όπως αντίστοιχα όσα επιπλέον έσοδα των προϋπολογισθέντων εισρέουν στα δημόσια ταμεία, από πχ τους φόρους καυσίμων, θα επιστρέφουν και αυτά πίσω για τη στήριξη των πλέον ευάλωτων.
Δεν πρόκειται να αφήσουμε κανέναν πίσω σε αυτή την πρωτοφανή συγκυρία. Θα περάσουμε ενωμένοι και αυτή τη δυσκολία.