Διακόσιες εξήντα επτά μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες, χρηματικής αξίας άνω των δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων η κάθε μία, πραγματοποιήθηκαν το 2022 ανά τον κόσμο. Τουλάχιστον σύμφωνα με τα στοιχεία της διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας H/ADVISORS η οποία ανήκει στον όμιλο Havas και εξειδικεύεται σε παροχή υπηρεσιών στρατηγικής επικοινωνίας σε επιχειρήσεις.
Η συμβουλευτική εταιρεία ασχολείται με τον χώρο των εξαγορών και συγχωνεύσεων για πάνω από 15 χρόνια και από το 2015 συγκεντρώνει κάθε χρόνο στοιχεία σχετικά με τις σημαντικές τέτοιες συμφωνίες, αρχικά μόνο για τις ΗΠΑ και από πέρυσι και για όλο τον κόσμο.
Τα αποτελέσματα της έρευνάς της για το 2022 δημοσιεύθηκαν χθες και είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά, καθώς έχει δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο κατά πόσον τηρούνται οι διάφορες συμφωνίες εμπιστευτικότητας που - θεωρητικά τουλάχιστον - δεσμεύουν όλα τα μέρη που εργάζονται για την προετοιμασία και ολοκλήρωση μίας επιχειρηματικής συμφωνίας (μέτοχοι, διοικητικά στελέχη, νομικοί σύμβουλοι, επενδυτικές τράπεζες κ.α.).
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ξεκάθαρη, τουλάχιστον για συμφωνίες μεγάλης χρηματικής αξίας: σε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό, το επίπεδο εμπιστευτικότητας είναι πολύ χαμηλό. Στο 1/3 των περιπτώσεων (89 από τις 267), ουσιαστικές και αληθείς πληροφορίες (ιδίως τα ονόματα των εμπλεκομένων μερών, καθώς και λεπτομέρειες για το τίμημα και τους όρους) σχετικά με την συμφωνία έφθασαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πολύ πριν την ώρα τους.
Για το 2022, οι συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν και πριν την ολοκλήρωσή τους κυκλοφόρησαν δημόσια οι σχετικές πληροφορίες είχαν συνολική χρηματική αξία λίγο κάτω από 800 δισεκατομμύρια δολάρια (για την ακρίβεια 799,93 δις). Πέρα από αυτό το γενικό στοιχείο, που δείχνει βέβαια πως οι συμφωνίες εμπιστευτικότητας δεν είναι και πολύ στεγανές, υπάρχουν και πολλά επί μέρους στοιχεία με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Πρώτα απ’ όλα, ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το γεγονός πως στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, η οποία συνήθως αναφέρεται διεθνώς ως APAC και περιλαμβάνει μέσα της την Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία, οι διαρροές προς τον Τύπο έφθασαν στο 55% των συμφωνιών. Προβληματική αποδεικνύεται και η περιοχή της Δυτικής Ευρώπης, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται στο 48% (σε σύνολο 60 συμφωνιών).
Αντίθετα, στις ΗΠΑ, οι εμπλεκόμενοι σε μία συμφωνία ήταν πολύ πιο φρόνιμοι, αφού διαρροές προς τον Τύπο παρατηρήθηκαν μόνο στο 28% των περιπτώσεων, κάτω από το 33% που είναι ο μέσος όρος των προηγούμενων ετών. Το ποσοστό στις ΗΠΑ έχει μεγάλη σημασία γιατί εκεί πραγματοποιήθηκε πάνω από το 50% των 267 συμφωνιών. Τα περισσότερο κλειστά στόματα βρίσκονται στην Βόρειο και Νότιο Αμερική εξαιρουμένων των ΗΠΑ, καθώς διαρροές έλαβαν χώρα μόνο στο 19% των περιπτώσεων.
Μεγάλη εντύπωση κάνει επίσης το γεγονός πως το ποσοστό διαρροών μεγαλώνει όσο μεγαλώνει και η αξία της επιχειρηματικής συμφωνίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έρευνα, από τις τρεις μεγαλύτερες των 50 δις δολαρίων συμφωνίες (εξαγορά της Activision από την Microsoft, εξαγορά της VMWare Broadcom, απόσχιση της Haleon από την GSK), μόνο στην περίπτωση της εξαγοράς της Activision δεν είχε μαθευτεί κάτι πριν τις επίσημες ανακοινώσεις. Ακόμα «χειρότερα» ήταν τα πράγματα στην αμέσως επόμενη κατηγορία (συμφωνίες αξίας 25 - 50 δις δολαρίων), αφού μόνο η μία από τις έξι κατάφερε να κρατηθεί μυστική, αυτή της απόσχισης της GE Health Care από την GE.
Το χρονικό σημείο της εμφάνισης τέτοιων πληροφοριών σε σχέση με το πότε ολοκληρώθηκε τελικά η συμφωνία και έγιναν οι επίσημες ανακοινώσεις είναι επίσης κάτι αρκετά ενδιαφέρον. Σε αυτόν τον τομέα, φαίνεται πως στη Δυτική Ευρώπη υπάρχει μεγαλύτερη βιασύνη, αφού οι σχετικές πληροφορίες εμφανίστηκαν κατά μέσο όρο σχεδόν ογδόντα μέρες πριν τις επίσημες ανακοινώσεις.
Αντίθετα, στην Ασία και τον Ειρηνικό οι διαρροές αρχίζουν κοντά στις 30 μέρες πριν τις τελικές ανακοινώσεις και στις ΗΠΑ 23 μέρες πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Εδώ πρέπει βέβαια να αναφέρουμε την σχετική επισήμανση των συντακτών της έρευνας, οι οποίοι εκτιμούν πως αυτό το στατιστικό στοιχείο έχει σχέση και με το τι προβλέπει η κατά τόπους νομοθεσία σχετικά με το πότε υποχρεούνται να προβούν σε ανακοινώσεις τα ενδιαφερόμενα μέρη αν εμφανιστούν σχετικές πληροφορίες στον Τύπο.
Ένα άλλο στοιχείο που μας έκανε εντύπωση αλλά δεν μπορούμε να πούμε αν έχει και κάποια σημασία, είναι το ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των διαρροών παρατηρήθηκε την άνοιξη του 2022 και το μικρότερο τον χειμώνα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως την άνοιξη είχαν ανακοινωθεί και οι περισσότερες συμφωνίες, με μεγάλη διαφορά από όλες τις άλλες εποχές.
Φεύγοντας από τα αμιγώς στατιστικά στοιχεία, η έρευνα περιέχει και κάποιες εκτιμήσεις των συντακτών της σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον φεύγουν πληροφορίες προς τον Τύπο. Σύμφωνα με αυτούς, η παροχή πληροφοριών από κάποιο εμπλεκόμενο μέρος προς τους δημοσιογράφους είναι σχεδόν πάντα σκόπιμη και έχει συγκεκριμένο στόχο. Κάποιοι προσπαθούν να επηρεάσουν, ίσως και να σαμποτάρουν, με αυτόν τον τρόπο τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, κάποιοι άλλοι θέλουν να πετύχουν κάποια αλλαγή λίγο πριν την τελική επίτευξη της συμφωνίας ενώ υπάρχουν και αυτοί που θέλουν να κερδίσουν την εύνοια κάποιου δημοσιογράφου.
Όσο αφορά στο ποιοι είναι αυτοί που διοχετεύουν τις πληροφορίες στον Τύπο, υπάρχει ένας μεγάλος σχετικός κατάλογος. Μπορεί να είναι στελέχη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, νομικοί και οικονομικοί σύμβουλοι, επιχειρηματικοί αντίπαλοι καθώς και άνθρωποι έξω από αυτές τις ομάδες που με κάποιον τρόπο βρίσκονται με μία τέτοια πληροφορία στα χέρια τους.
Σχετικά δε με το ερώτημα «ποιος είναι αυτός που το έκανε», οι συντάκτες της έρευνας θυμούνται την συμβουλευτική τους ιδιότητα και τονίζουν δύο πράγματα προς όσους θα ήθελαν να το μάθουν: πρώτα πως το πιθανότερο είναι να μην μπορέσουν να αποδείξουν ποτέ ποιος το έκανε και ύστερα πως είναι καλύτερο να είναι εκ των προτέρων προετοιμασμένοι για να αντιδράσουν σε περίπτωση μίας τέτοιας διαρροής άμεσα και αποτελεσματικά σε επίπεδο εταιρικής επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων, από το να χάσουν τον χρόνο τους ψάχνοντας τον «ένοχο».
Από την στιγμή που αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται στα χέρια του Τύπου σκόπιμα και όχι κατά λάθος, είναι βέβαιο πως κάθε εταιρεία που βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την επίτευξη μίας σημαντικής επιχειρηματικής συμφωνίας θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την διαρροή, αφού αν κάποιος θέλει να «μιλήσει» θα βρει τρόπο να το κάνει. Τα ποσοστά που αναφέρονται στην έρευνα δείχνουν απόλυτα ξεκάθαρα πως αν κάποιος πιστεύει πως δεν χρειάζεται να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο της ξαφνικής αποκάλυψης των μυστικών του, είναι τουλάχιστον αφελής.