Lordstown: Το άδοξο τέλος μίας φιλόδοξης αυτοκινητοβιομηχανίας
Shutterstock
Shutterstock

Lordstown: Το άδοξο τέλος μίας φιλόδοξης αυτοκινητοβιομηχανίας

Προχθές Δευτέρα το βράδυ, ανακοινώθηκε πως η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία Lordstown (RIDE NASDAQ) αποφάσισε να ζητήσει προστασία από τους πιστωτές της μέσω της διαδικασίας πτώχευσης εν λειτουργία (Chapter 11), όπως προβλέπει η αμερικανική νομοθεσία.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αιφνιδιαστική, καθώς η διοίκηση της εταιρείας είχε ενημερώσει τις αγορές και τις εποπτικές αρχές από τις αρχές Μαΐου πως τα πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλά. Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν πήγαν ποτέ καλά για την Lordstown, η οποία πήρε το όνομά της από την πόλη του Οχάιο στην οποία βρίσκεται το εργοστάσιό της. Αυτό το εργοστάσιο το είχε αγοράσει το 2019 από την General Motors (GM NYSE), η οποία το είχε ήδη εγκαταλείψει.

Η είσοδός της στο Χρηματιστήριο το 2021 της έδωσε την ευκαιρία να αντλήσει περίπου 675 εκατομμύρια δολάρια με τα οποία εκσυγχρόνισε το εργοστάσιο και ξεκίνησε την προετοιμασία για την παραγωγή του δικού της ηλεκτρικού ημιφορτηγού, του Endurance. Ύστερα από πολύ μεγάλες καθυστερήσεις, κατηγορίες για ανακοίνωση αναληθούς ύψους παραγγελιών και την απόλυση του διευθύνοντος συμβούλου της, το φθινόπωρο του 2021 σύναψε μία συμφωνία που φαινομενικά της εξασφάλιζε το μέλλον της.

Με τη συμφωνία αυτή πούλησε το εργοστάσιο στην πασίγνωστη ταϊβανέζικη εταιρεία Hon Hai (2317 TAIPEI), πιο γνωστή σε όλους μας ως Foxconn. Πέρα από ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό που εισέπραξε, το καλό αυτής της συμφωνίας ήταν πως εξασφάλιζε την τεχνική βοήθεια της μεγάλης ασιατικής εταιρείας που κατασκευάζει πλήθος ηλεκτρονικών και άλλων βιομηχανικών προϊόντων. Τελικά όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο, αφού στις αρχές του 2023, τη στιγμή που είχε ξεκινήσει πλέον η παραγωγή, ανακοινώθηκε η ξαφνική διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της λόγω προβλημάτων με τις εφοδιαστικές αλυσίδες και λόγω του ότι το κόστος παραγωγής ήταν τελικά πολύ υψηλότερο από την τιμή πώλησης του Endurance.

Από εκείνο το σημείο και μετά, οι σχέσεις της με την Foxconn χειροτέρεψαν πολύ αφού το σταμάτημα της παραγωγής στην ουσία παραβίαζε τη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών. Η διαμάχη συνεχίστηκε και οι προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρά το γεγονός πως τον Απρίλιο ξεκίνησε και πάλι η παραγωγική διαδικασία στο εργοστάσιο. Από την αρχή του Μαΐου και μετά φάνηκε καθαρά πως υπήρχαν σημαντικές πιθανότητες για ολική ρήξη μεταξύ των δύο συνεταίρων, κάτι που τελικά επιβεβαιώθηκε με τις εξελίξεις της Δευτέρας.

Εκτός από την αίτηση υπαγωγής της στο καθεστώς Chapter 11, η διοίκηση της αυτοκινητοβιομηχανίας ανακοίνωσε την προσφυγή στα δικαστήρια εναντίον της Foxconn, την οποία κατηγορεί για αθέτηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει με την μεταξύ τους συμφωνία. Στην ανακοίνωσή της, η Lordstown στην ουσία κατηγόρησε την Foxconn πως στην ουσία υπονόμευσε το μέλλον της Lordstown, υποστηρίζοντας  πως αφού εξασφάλισε τον έλεγχο του εργοστασίου προσπάθησε να οδηγήσει την αυτοκινητοβιομηχανία στην οικονομική καταστροφή, πράγμα το οποίο έγινε τελικά αφού η Foxconn δεν πλήρωσε στην Lordstown τα χρηματικά ποσά που προβλέπονταν στην συμφωνία. Αυτά ισχυρίζεται η αμερικανική πλευρά. Από την μεριά της, η Foxconn αρνείται τα πάντα και υποστηρίζει πως προσπάθησε καλή τη πίστει να βοηθήσει την Lordstown να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα αλλά τελικά η αυτοκινητοβιομηχανία δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας. Δεδομένου του ότι δεν έχουμε αρκετές νομικές γνώσεις για να εκτιμήσουμε τι θα γίνει στα αμερικανικά δικαστήρια, δεν θα αποτολμήσουμε κάποια πρόβλεψη για το ποιος θα δικαιωθεί τελικά. 

Αυτό που είναι όμως σχεδόν βέβαιο είναι πως η πορεία της Lordstown λογικά τελειώνει κάπου εδώ. Το γεγονός πως στην ουσία δεν ξεκίνησε ποτέ η κανονική παραγωγή του Endurance σημαίνει πως η εταιρεία δεν έχει στην ουσία πελάτες ούτε φαίνεται πιθανόν να αποτελέσει αντικείμενο εξαγοράς από κάποια άλλη επιχείρηση του χώρου που θα ήθελε να αποκτήσει την πνευματική της ιδιοκτησία.

Ούτως ή άλλως, όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες, μικρές ή μεγάλες, νέες ή παλαιές, είναι πλέον πάρα πολύ προσεκτικές με τη διαχείριση των οικονομικών τους μεγεθών και δεν έχουν λόγο να ξοδέψουν χρήματα αυτή την περίοδο. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν η Lordstown ήταν ακόμα ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, το οποίο όμως ανήκει πια στην Foxconn. Οι μικρές πιθανότητες για την εξεύρεση μίας λύσης που θα έδινε μία ανάσα ή μία ουσιαστική ελπίδα στους μετόχους φαίνονται και από το γεγονός πως η τιμή της μετοχής έχει υποχωρήσει τόσο πολύ που η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας έχει πέσει κοντά στα 30 εκατ. δολάρια τη στιγμή που τα περιουσιακά της στοιχεία αξίζουν (σύμφωνα με την ίδια) κοντά στα 500 εκατομμύρια δολάρια. Είναι φανερό πως οι αγορές εκτιμούν πως τα περιουσιακά στοιχεία της θα περάσουν κάτω από τον έλεγχο των πιστωτών της. Για τους μετόχους, η καταστροφή είναι μεγάλη, αν κανείς σκεφθεί πως το 2021 η τιμή της μετοχής είχε φθάσει κοντά στα 400 δολάρια και τώρα πλέον είναι κάτω από τα 2 δολάρια. 

Όσο για το εργοστάσιο, αν δεν αλλάξει κάτι θεαματικά θα μείνει στα χέρια της Foxconn η οποία φιλοδοξεί να γίνει μία σημαντική κατασκευάστρια αυτοκινήτων για λογαριασμό αυτοκινητοβιομηχανιών. Η ταϊβανέζικη επιχείρηση θέλει να πετύχει στον χώρο της παραγωγής αυτοκινήτων κάτι παρόμοιο με αυτό που έχει καταφέρει στον τομέα των ηλεκτρονικών προϊόντων, αφού κατασκευάζει κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές για τις κορυφαίες επιχειρήσεις του κόσμου, με πρώτη και καλύτερη την αμερικανική Apple (AAPL NASDAQ).

Σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Bloomberg, η Foxconn φιλοδοξεί να κατακτήσει το 5% της παγκόσμιας αγοράς στον τομέα της κατασκευής ηλεκτρικών αυτοκινήτων μέχρι το 2025. Δεν είναι και πολύ εύκολο βέβαια να τα καταφέρει, όσο μεγάλη πείρα και αν έχει σε άλλους βιομηχανικούς τομείς. Αν όμως μπορέσει να πετύχει αυτόν τον στόχο, ή έστω αν καταφέρει να κάνει βιώσιμο αυτό το εργοστάσιο ανεξάρτητα από τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της, αυτό θα είναι ίσως το μόνο πράγμα που θα μείνει από τα 675 εκατομμύρια δολάρια που άντλησε η Lordstown το 2021 και τον κόπο των εργαζόμενων που εκσυγχρόνισαν το εργοστάσιο και το μόνο που θα θυμίζει τα αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια που κάποτε άξιζε αυτή η εταιρεία στο χρηματιστήριο.

Εδώ που τα λέμε, κάπως έτσι καταλήγουν σχεδόν πάντα τα πράγματα όταν ο ενθουσιασμός που συνοδεύει τις ανοδικές χρηματιστηριακές αγορές κάνει πολλούς επιχειρηματίες να καταστρώνουν πολύ φιλόδοξα σχέδια και ένα πλήθος επενδυτών να τους ακολουθούν… προς την καταστροφή.