Το «κόλπο» της Disney για να παρακάμψει τον Ντε Σάντις

Το «κόλπο» της Disney για να παρακάμψει τον Ντε Σάντις

Η διαμάχη ανάμεσα στον γίγαντα της αμερικανικής βιομηχανίας ψυχαγωγίας και τον κυβερνήτη της Φλόριντα και τους οπαδούς του κρατάει εδώ και τρία χρόνια και έχει έντονο ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Διαβάζοντας ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης σε ηλεκτρονικό άρθρο του N.P.R. (National Public Radio) θυμηθήκαμε πως η αντιπαλότητα μεταξύ της διοίκησης της Disney (DIS NYSE) και του ρεπουμπλικανού κυβερνήτη της πολιτείας της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις ξεκίνησε το 2020.

Πρώτη αφορμή ήταν η απόφαση της εταιρείας να υποχρεώσει τους υπαλλήλους της να χρησιμοποιούν μάσκες στα πλαίσια των μέτρων περιορισμού της διάδοσης της πανδημίας, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Ντε Σάντις. Στον κυβερνήτη με τις προεδρικές φιλοδοξίες δεν άρεσε και η πολιτική της Disney στο θέμα των εμβολίων κατά της πανδημίας, τα οποία η εταιρεία είχε κάνει υποχρεωτικά για τους υπαλλήλους της.

Η ένταση ανέβηκε κατακόρυφα το 2022 με αφορμή την ψήφιση του πολιτειακού νόμου που έγινε γνωστός ως ο νόμος «Don’t say gay». Αυτός ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση της διδασκαλίας για ο,τιδήποτε έχει σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την σεξουαλική ταυτότητα στα σχολεία της πολιτείας μέχρι και την Τρίτη τάξη του δημοτικού και τον δραστικό περιορισμό της για τις επόμενες τάξεις. Κάτω από την ισχυρή πίεση των υπαλλήλων της επιχείρησης, η Disney αποφάσισε να σταματήσει την οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων της πολιτείας.

Από εκεί και έπειτα, ο κυβερνήτης ξεκίνησε μία σταυροφορία εναντίον της εταιρείας, η οποία είναι ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης στην πολιτεία. Ο Ντε Σάντις δεν έκρυψε την επιθυμία του να καταργήσει τα προνόμια που είχαν δοθεί από την πολιτεία στην Disney το 1967, ενόψει της έναρξης λειτουργίας του Disney World, του δεύτερου μεγάλου θεματικού πάρκου της εταιρείας στις ΗΠΑ μετά την Disney Land στην Καλιφόρνια.

Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας τιμωρίας της εταιρείας, ο κυβερνήτης άλλαξε όλο το διοικητικό συμβούλιο της ειδικής επιτροπής που καθορίζει τους κανόνες λειτουργίας των επιχειρήσεων στην περιοχή δραστηριοποίησης της Disney World.

Ο στόχος ήταν προφανής, να κάνει την ζωή δύσκολη στην Disney η οποία, κατά τον κυβερνήτη έπρεπε να τεθεί «υπό επιτήρηση» για θέματα ηθικής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η αρχική απόφαση του κυβερνήτη ήταν η κατάργηση της επιτροπής, κάτι που θα σήμαινε και την κατάργηση όλων των προνομίων της Disney. Όμως γρήγορα άλλαξε γνώμη όταν αντιλήφθηκε πως αυτό θα κόστιζε στους πολίτες της Φλόριντα τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο δολάρια. 

Το νέο διοικητικό συμβούλιο της ειδικής επιτροπής ανέλαβε τα καθήκοντά του πριν ένα μήνα, στις αρχές του Μαρτίου. Ο κυβερνήτης Ντε Σάντις δήλωσε επί τη ευκαιρία πως: «Mόλις άλλαξε ο σερίφης στην πόλη». Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Το νέο συμβούλιο ανακάλυψε μετά από λίγες εβδομάδες πως λίγο πριν την λήξη της θητείας του προηγούμενου είχε ληφθεί μία απόφαση που στην ουσία τους δένει τα χέρια.

Για την ακρίβεια, 19 μέρες πριν ο Ντε Σάντις υπογράψει την τελική απόφαση για την αλλαγή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της επιτροπής, το προηγούμενο διοικητικό συμβούλιο και η Disney υπέγραψαν μία πολύ σημαντική συμφωνία με την οποία η επιτροπή ουσιαστικά αυτοκαταργήθηκε και εκχώρησε στην εταιρεία όλες τις εξουσίες της για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο η Disney θα μπορεί να αποφασίζει μόνη της τα πάντα για τον εαυτό της. Η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας δεν είναι ακριβώς γνωστή από τώρα, καθώς εξαρτάται από κάτι που μας κάνει να χρησιμοποιήσουμε την γνωστή έκφραση: «αυτά γίνονται μόνο στην Αμερική».

Η λήξη της θα επέλθει όταν περάσουν 21 χρόνια από τον θάνατο του τελευταίου απ’ ευθείας απογόνου του βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου Καρόλου του τρίτου, από αυτούς που έχουν ήδη γεννηθεί. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μέρος του σεναρίου μίας από τις πολλές ταινίες των κινηματογραφικών στούντιο της Disney, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Όχι μόνο είναι αληθινή αλλά είναι και, κατά πάσα πιθανότητα, απολύτως νόμιμη.

Όλα έγιναν με τον προβλεπόμενο τρόπο, με πλήρη διαφάνεια και χωρίς τίποτα να κρατηθεί κρυφό. Πριν υπογραφεί η τελική συμφωνία, η πρόταση του διοικητικού συμβουλίου είχε αναρτηθεί στην «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» της πολιτείας της Φλόριντα και μπορούσε να την δει ο οποιοσδήποτε. Δεν ξέρουμε πόσοι την είδαν, σίγουρα όμως δεν την είδαν ο κυβερνήτης Ντε Σάντις και οι άνθρωποί του. Όπως λέμε συχνά στην Ελλάδα, πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. 

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η υπόθεση έχει τελειώσει. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως ο Ρον Ντε Σάντις θα συμβιβαστεί με μία κατάσταση που φτάνει στα όρια του εξευτελισμού. Ο τρόπο με τον οποίον κινήθηκε η Disney, επιτυχώς όπως αποδεικνύεται, έδειξε πως ο κυβερνήτης ήταν εντελώς απροετοίμαστος να πολεμήσει σε μία μάχη την οποία επέλεξε ο ίδιος. Σίγουρα θα κάνει το παν για να ανατρέψει τα τετελεσμένα γεγονότα μπροστά στα οποία τον έφερε η εταιρεία.

Πέρα από τον «πόλεμο επικοινωνίας» που σίγουρα θα εξαπολύσει εναντίον της, επιστρατεύοντας όλους τους συνεργάτες και οπαδούς του, είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσει να βρει τρόπο ακύρωσης της απόφασης. Δεν είναι μόνο θέμα γοήτρου, είναι και θέμα ουσίας για τον κυβερνήτη, καθώς πλησιάζει η ώρα που θα πρέπει να αποφασίσει αν θα είναι υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2024.

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο για τον Ντε Σάντις, διότι αυτή την στιγμή είναι αναγκασμένος να υπερασπιστεί τον πρώην πρόεδρο Τραμπ που έχει παραπεμφθεί από τον εισαγγελέα της περιοχής του Νοτίου Μανχάταν και υποστηρίζει πως πρόκειται για πολιτική δίωξη. Δεδομένου του ότι ο Τραμπ και ο Ντε Σάντις είναι οι δύο επικρατέστεροι, σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις, από όσους πιθανολογείται βάσιμα πως θα αποφασίσουν να διεκδικήσουν το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, είναι προφανές πως ο κυβερνήτης της Φλόριντα δεν πρέπει να νοιώθει και πολύ άνετα. 

Ανεξάρτητα όμως από το τι θα κάνει ο Ρον Ντε Σάντις και από το αν θα καταφέρει να αποφύγει την καταχώρισή του στα βιβλία της ιστορίας σαν τον «άνθρωπο που νικήθηκε στον ύπνο του από τον βασιλιά Κάρολο και τα εγγόνια του», η διαμάχη μεταξύ ενός πολιτικού και μίας επιχείρησης είναι ένα πολύ συνηθισμένο, και μάλιστα όλο και πιο συνηθισμένο, φαινόμενο στις σημερινές ΗΠΑ.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια πολλών ρεπουμπλικανών κυβερνητών να τιμωρήσουν τις εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων Blackrock (BLK NYSE) που χρησιμοποιούν τα επενδυτικά κριτήρια ESG απαγορεύοντας στα συνταξιοδοτικά ταμεία της πολιτείας τους να επενδύουν μέσω αυτών των εταιρειών. Άλλο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της εταιρείας Walgreens Boots Alliance (WBA NASDAQ) που έχει μεγάλη αλυσίδα φαρμακείων.

Η WBA βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση γιατί η πολιτεία της Καλιφόρνιας, με κυβερνήτη τον δημοκρατικό Γκάβιν Νιούσομ απειλεί να διακόψει κάθε σχέση με την εταιρεία κατηγορώντας την πως υποκύπτει σε πιέσεις εξτρεμιστών. Οι, κατά τον Νιούσομ, εξτρεμιστές είναι οι πολιτείες που διοικούνται από Ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες, έχουν απαγορεύσει τις αμβλώσεις και απειλούν με κυρώσεις τις εταιρείες  που θα διανέμουν ένα φάρμακο που μπορεί να προκαλέσει διακοπή μίας ανεπιθύμητης κύησης. 

Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφέρουμε και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με διλήμματα όταν πρόκειται να πάρουν αποφάσεις πάνω σε ζητήματα πολιτικής, ηθικής ή κοινωνικής φύσεως.

Έτσι όπως εξελίσσεται η πολιτική ζωή στην χώρα, με το κλίμα πόλωσης να κυριαρχεί όλο και περισσότερο, τα φαινόμενα αυτά θα γίνονται όλο και πιο συχνά και οι επιχειρήσεις θα αναρωτιούνται αν θα τους κοστίζει περισσότερο μία δημόσια διαμάχη με πολιτικούς ηγέτες, η δυσαρέσκεια των εργαζομένων, ο θυμός των πελατών τους ή η γκρίνια των μετόχων τους. Ίσως, να μην είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε πως οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι τα στελέχη των τμημάτων διαχείρισης κινδύνου των μεγάλων επιχειρήσεων.

Πέρα από τον εξαιρετικά ευφάνταστο τρόπο με τον οποίον χειρίστηκε το θέμα η Disney, η διαμάχη της με τον κυβερνήτη Ντε Σάντις είναι ένα θέμα που θα απασχολεί για αρκετό καιρό, όχι μόνο την κοινή γνώμη αλλά και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη πλήθους επιχειρήσεων που ήδη αντιμετωπίζουν ή φοβούνται πως θα κληθούν να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα.