Στη μάχη για την εξαγορά της Κωτσόβολος έχει μπει η ΔΕΗ, προκειμένου να δημιουργήσει ένα γιγάντιο δίκτυο καταστημάτων παροχής ενεργειακών υπηρεσιών και εξοπλισμού σε όλη την Ελλάδα. Το μέλλον της αγοράς ενέργειας βρίσκεται στο retail, σε καθετοποιημένες αλυσίδες που θα πωλούν από φωτοβολταϊκά στέγης, αντλίες θερμότητας και έξυπνους μετρητές μέχρι πλήρη πακέτα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, και η πρόθεση για εξαγορά των 93 καταστημάτων της υπό πώλησης Κωτσόβολος, αυτόν ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετεί.
Η βρετανική Currys, ιδιοκτήτρια της αλυσίδας ηλεκτρικών ειδών, της έχει βάλει πωλητήριο και η ΔΕΗ ακούγεται ότι θα είναι μεταξύ των υποψηφίων μνηστήρων στον διαγωνισμό, για τον οποίο ακούγεται ότι ενδιαφέρονται και άλλοι παίκτες, όπως ελληνική αλυσίδα πληροφορικής και ηλεκτρονικών ειδών.
Στην περίπτωση της ΔΕΗ, πηγές της οποίας αποφεύγουν να σχολιάσουν τις πληροφορίες για την Κωτσόβολος, ενδιαφέρεται καιρό τώρα να δημιουργήσει μια ισχυρή αλυσίδα σημείων πώλησης ενεργειακών υπηρεσιών και εξοπλισμού. Και ένας όμιλος με επενδυτικό πλάνο 10 δισ. ευρώ, όπως η ΔΕΗ εύκολα μπορεί να «σηκώσει» μια εξαγορά, όπως της Κωτσόβολος, εκτιμώμενης αξίας 200-300 εκατ. ευρώ και με ετήσια EBITDA, 50 εκατ.
Στη νέα ενεργειακή πραγματικότητα, όπου ο καταναλωτής, εκτός από απλός πελάτης ηλεκτρικού ρεύματος, αναζητά υπηρεσίες φόρτισης για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, φωτοβολταϊκά στέγης, συστήματα ελέγχου θερμότητας, έως ένα πλήρες πακέτο κτιριακής ενεργειακής θωράκισης, η ΔΕΗ έχει ήδη πάρει θέση ως ένας ολοκληρωμένος ενεργειακός σύμβουλος.
Και για να υποστηρίξει τον σκοπό αυτό χρειάζεται ένα εκτεταμένο δίκτυο καταστημάτων. Κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει είτε την ανάπτυξη δικτύου λιανικής από τον ίδιο τον πάροχο, είτε την απόκτηση ενός ή περισσότερων ήδη έτοιμων και εν λειτουργία αλυσίδων, με υπάρχων εξειδικευμένο προσωπικό, έτοιμο δίκτυο logistics, αποθήκες, συνεργασίες με μεταφορικές και καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Αυτό ακριβώς τον στόχο εξυπηρετούν αλυσίδες, όπως ο Κωτσόβολος ή αντίστοιχου μεγέθους επιχειρήσεις, εφόσον τελικά η ΔΕΗ επιλέξει να προσανατολιστεί κάπου αλλού.
Στο σενάριο πάντως που αποκτήσει την Κωτσόβολος, η υφιστάμενη δραστηριότητα της αλυσίδας, δηλαδή η πώληση ηλεκτρικών συσκευών -στη συντριπτική τους πλειοψηφία υψηλής ενεργειακής κλάσης- θα μπορούσε να ενταχθεί στη νέα φιλοσοφία πώλησης από ένα σημείο κάθε είδους ενεργειακών υπηρεσιών.
Κάποιοι δεν το θυμούνται, ωστόσο η σχέση της ΔΕΗ με το retail κρατά από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν και ξεκίνησε ο εξηλεκτρισμός της χώρας.
Εκείνη την εποχή, η επιχείρηση, παράλληλα με την κατασκευή γραμμών ηλεκτροδότησης απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Ελλάδα, είχε καταφέρει να αναπτύξει παντού καταστήματα. Σε αυτά, εκτός από την πώληση νέων συνδέσεων ρεύματος, η εταιρεία εκπαίδευε επί της ουσίας τους πελάτες στις ίδιες τις ηλεκτρικές συσκευές.
Στη νέα εποχή, όπου η ενέργεια αποκτά όλο και πιο σύνθετα χαρακτηριστικά και το πακέτο ρεύματος αποτελεί μια μόνο από τις πολλές πλέον ανάγκες ενός πελάτη, τα μεγάλα δίκτυα καταστημάτων retail δίνουν πανευρωπαϊκά τον τόνο των εξελίξεων. Κάτι αντίστοιχο άλλωστε είχε γίνει και προ 15ετίας με τις τηλεπικοινωνίες, όταν ο ΟΤΕ εξαγόρασε την αλυσίδα Γερμανός, αποκτώντας ένα στρατηγικό δίκτυο πώλησης αποκλειστικής συνεργασίας.
Μοντέλο telecoms στον ηλεκτρισμό
Το μοντέλο των telecoms επαναλαμβάνεται πλέον και στην αγορά ηλεκτρισμού, όπου συμβαίνει ό,τι είχε γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες με τις εταιρείες τηλεπικοινωνίας και το Skype. Τα πρώτα χρόνια της έκρηξης των telecoms, τα περισσότερα έσοδα προέρχονταν από τα sms και τις υπηρεσίες επικοινωνίας.
Σταδιακά αυτά άρχισαν να μειώνονται λόγω της εμφάνισης του Skype, μετέπειτα του Messenger και σήμερα των πολλών free applications για επικοινωνία. Αργά ή γρήγορα οι εταιρείες αυτές αναζήτησαν εναλλακτικούς τρόπους νέων ροών εσόδων. Ετσι γίνεται πλέον και στην ενέργεια, όπου μέχρι σήμερα τα έσοδα προέρχονταν από την πώληση συνδυαστικά ή μεμονωμένα, προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, με μια σειρά από παραλλαγές. Όπως η παροχή νυχτερινών χρεώσεων όλο το 24ωρο, τα πακέτα «πράσινου» ρεύματος, μαζί με υποστηρικτικές υπηρεσίες, όπως ασφαλιστικά προγράμματα για οικιακές παροχές, άμεση τεχνική βοήθεια για το σπίτι, συστήματα συναγερμού για την οικία ή την επιχείρηση, κ.ά.
Tο μοντέλο αυτό αλλάζει. Προσεχώς, η κατανάλωση ενέργειας, η εξοικονόμηση, η αποθήκευση, το ηλεκτρικό αυτοκίνητο, δεν θα έχουν καμία σχέση με αυτά που ξέρουμε. Το ίδιο ισχύει για τους μεγάλους ενεργειακούς παρόχους, που με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της πληροφορικής έχουν παντού μετασχηματιστεί σε σύγχρονες εταιρείες προσωποποιημένων ηλεκτρονικών υπηρεσιών.
Game changer το έξυπνο σπίτι
Το μέλλον ανήκει σε αυτό που συχνά περιγράφεται με τον όρο smart home, ο οποίος περιλαμβάνει από έλεγχο της κατανάλωσης μέσω του smartphone και εγκατάσταση θερμοστατών ή έξυπνων μετρητών μέχρι εργασίες συντήρησης και αναβάθμισης από επαγγελματίες της οικοδομής (ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, κ.ά.), τοποθέτηση φωτοβολταϊκών στη στέγη του κτιρίου, παροχή υπηρεσιών ασφάλειας μέσω συστημάτων από βιντεοκάμερες, κ.λπ.
Και εννοείται ότι εκείνο που θα κάνει τη διαφορά στην Ελλάδα ακούει στο όνομα έξυπνοι μετρητές (smart meters), κεφάλαιο που συζητείται εδώ και μια 15ετία, έχει περάσει από σαράντα κύματα και με έναν εν εξελίξει διαγωνισμό από τον ΔΕΔΔΗΕ.
Εξυπηρετούν τους πάντες:
* Τους καταναλωτές, καθώς θα αποκτήσουν -όπως συμβαίνει σε πλειάδα χωρών- πρόσβαση στα δεδομένα τους, ακόμη και εξ αποστάσεως, ενώ η καταμέτρηση των κιλοβατωρών που χρησιμοποιούν γίνεται σε real time και θα έχουν ανά πάσα στιγμή εικόνα κατά πόσο ξοδεύουν ρεύμα πάνω από τις οικονομικές τους δυνατότητες.
* Τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς θα μπορούν να προσφέρουν σύνθετα πολυζωνικά τιμολόγια, μέσω των οποίων οι καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν σημαντικά το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας ανάλογα με τις ανάγκες τους, αλλά και τις ανάγκες του συστήματος. Σε ώρες μεγάλης διαθεσιμότητας ενέργειας -όταν για παράδειγμα λειτουργούν τα φωτοβολταϊκά ή τα αιολικά- εκείνοι θα μπορούν να επιβραβεύονται με χαμηλότερες τιμές, ενώ σε ώρες υψηλής ζήτησης θα χρεώνονται περισσότερο.
* Τον διαχειριστή του δικτύου, δηλαδή τον ΔΕΔΔΗΕ, ο οποίος θα έχει στα χέρια του πληθώρα πληροφοριών για τυχόν προβλήματα ή βλάβες, βελτιώνοντας σημαντικά τον χρόνο αντικατάστασής τους, μαζί με καλύτερη δυνατότητα διαχείρισης της ζήτησης, αλλά και έλεγχο των ρευματοκλοπών.