Ψάχνοντας λίγο στο διαδίκτυο μπορούμε εύκολα να δούμε πως δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιοι υποστηρίζουν πως η τιμή του αργού πετρελαίου μπορεί να φτάσει στα 200 δολάρια το βαρέλι.
Σε ρεπορτάζ του Φεβρουαρίου του 2012, ο τότε υπουργός ενέργειας του Ιράν προειδοποιούσε πως η επιβολή κυρώσεων κατά της χώρας του με αφορμή το πυρηνικό της πρόγραμμα θα μπορούσε να στείλει την τιμή του πετρελαίου προς τα 200 δολάρια, καθώς θα διατάρασσε σοβαρά το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης, με καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Η ελαφρώς καταστροφολογική πρόβλεψη του Ιρανού αξιωματούχου δεν επαληθεύθηκε, καθώς το αργό πετρέλαιο δεν ανέβηκε πάνω τα 112 δολάρια/βαρέλι στα οποία βρισκόταν τότε, παρά το γεγονός πως τελικά επιβλήθηκαν αυστηρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν και σοβαροί περιορισμοί στις πετρελαϊκές εξαγωγές του. Δέκα χρόνια μετά, οι εκτιμήσεις/προειδοποιήσεις για μία επικείμενη σημαντική άνοδο της τιμής του αργού πετρελαίου θυμίζουν κάπως τον Ιρανό αξιωματούχο.
Η τιμή του πετρελαίου Brent είναι λίγο κάτω από τα 100 δολάρια/βαρέλι και σε λίγες εβδομάδες θα ξεκινήσει η εφαρμογή του σχεδίου των δυτικών χωρών για την επιβολή σοβαρών περιορισμών στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Κατά τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, τα μέτρα εναντίον των ρωσικών εξαγωγών θα ανατρέψουν το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης συνδυαζόμενα με άλλους δύο παράγοντες: την επιστροφή της ζήτησης από την Κίνα, καθώς η ηγεσία της χώρας θα αναγκαστεί σύντομα να εγκαταλείψει την πολιτική zero Covid και τον σταδιακό περιορισμό της διάθεσης πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ.
Οι εκτιμήσεις για τόσο μεγάλη άνοδο του πετρελαίου άρχισαν να ακούγονται πρώτη φορά την άνοιξη, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Σε ρεπορτάζ του Reuters από τα μέσα Μαρτίου διαβάζουμε την εκτίμηση αναλυτή της νορβηγικής εταιρείας συμβούλων Rystad Energy, ο οποίος την είχε βασίσει στις πληροφορίες για την επικείμενη τότε απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου από τις ΗΠΑ.
Ο Νορβηγός αναλυτής φοβόταν πως περίπου 4 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου θα έλειπαν από την αγορά και η έλλειψη προσφοράς θα οδηγούσε την τιμή του αργού πετρελαίου στα 200 δολάρια/βαρέλι. Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι και η τιμή του Brent δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα 130 δολάρια/βαρέλι. Μερικούς μήνες αργότερα, στο τέλος του Ιουλίου, ένας άλλος αναλυτής από την Σκανδιναβία, αυτή την φορά από την σουηδική τράπεζα SEB, εξέφρασε παρόμοιους φόβους.
Αφορμή για την ανησυχία του ήταν οι πληροφορίες πως οι δυτικές χώρες ετοίμαζαν ένα σχέδιο επιβολής ανώτατης τιμής πώλησης στο ρωσικό πετρέλαιο. Ο Σουηδός αναλυτής είχε χαρακτηρίσει το σχέδιο «συνταγή για καταστροφή», καθώς θα οδηγούσε σε σημαντική μείωση της ρωσικής παραγωγής, προειδοποιώντας και αυτός, όπως ο Νορβηγός συνάδελφός του πως η τιμή του αργού πετρελαίου θα μπορούσε να φτάσει τα 200 δολάρια/βαρέλι.
Το αν έχει δίκιο ή όχι ο αναλυτής της SEB μάλλον δεν θα αργήσουμε να το δούμε. Το σχέδιο επιβολής ανώτατης τιμής στο ρωσικό πετρέλαιο προβλέπεται να μπει σε εφαρμογή την 5η Δεκεμβρίου, χωρίς όμως ακόμα να γνωρίζουμε όλες τις λεπτομέρειές του. Όμως, από τις πληροφορίες του διεθνούς Τύπου αντιλαμβανόμαστε πως στις χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων επικρατεί μία σχετική ανησυχία.
Σε άρθρο του Barron’s από την προηγούμενη Δευτέρα, ο συντάκτης του αναρωτήθηκε αν το πετρέλαιο μπορεί να ανεβεί στα 200 δολάρια, προσθέτοντας μάλιστα πως κάποιοι επενδυτές στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων φαίνεται πως έχουν αποφασίσει να επενδύσουν χρήματα «ποντάροντας» σε αυτό το ενδεχόμενο. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο, κάποιοι επενδυτές επένδυσαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε παράγωγα προϊόντα που θα τους δώσουν μεγάλα κέρδη αν το πετρέλαιο κινηθεί προς τα 200 δολάρια/βαρέλι.
Ο αρθρογράφος του Barron’s επισήμανε επίσης πως οι κερδοσκοπικές θέσεις που προσβλέπουν σε κέρδη από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου είναι πολύ περισσότερες από αυτές που προσβλέπουν σε κέρδη από την πτώση της. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν υπήρχε στο παρελθόν τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των θέσεων.
Είναι όμως πραγματικά πιθανό ένα τέτοιο σενάριο; Προφανώς και δεν είναι αδύνατον να γίνει. Την τελευταία διετία έχουμε δει πολλά πράγματα που δεν πιστεύαμε ποτέ πως θα μπορούσαν να γίνουν, όπως για παράδειγμα οι αρνητικές τιμές του αργού πετρελαίου στο τέλος του Απριλίου 2020. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι πιθανότητες να συμβεί είναι πραγματικά αξιόλογες.
Η εκτίμησή μας μπορεί βέβαια να είναι λίγο πρόωρη, αφού ακόμα δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες του σχεδίου των κρατών της ομάδας G7 για την επιβολή της ανώτατης τιμής πώλησης στο ρωσικό πετρέλαιο. Επικεντρωνόμαστε σε αυτό το σχέδιο, γιατί σε αυτό βασίζονται σε μεγάλο βαθμό τα σενάρια που προβλέπουν την εκτόξευση της τιμής του αργού πετρελαίου.
Αν κρίνουμε όμως από τις πολύ πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλλεν, μπορούμε να πούμε πως είναι πιο ευέλικτο απ’ ότι υποθέταμε όταν ξεκίνησαν οι σχετικές συζητήσεις, καθώς οι τρίτες χώρες θα είναι ελεύθερες να αγοράζουν όσο ρωσικό πετρέλαιο θέλουν.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Reuters την Παρασκευή, κατά την διάρκεια επίσκεψής της στην Ινδία, η Γιέλλεν είπε σαφώς πως η Ινδία θα μπορεί να αγοράζει όσο πετρέλαιο θέλει από την Ρωσία σε όποια τιμή θέλει, ακόμα και αν αυτή η τιμή είναι ανώτερη από το όριο που θα τεθεί από τα κράτη της ομάδας G7, αρκεί να μην χρησιμοποιεί υπηρεσίες ασφαλιστικών, ναυτιλιακών και τραπεζικών επιχειρήσεων που θα δεσμεύονται από τα μέτρα που θα λάβει η G7.
Η Αμερικανίδα υπουργός εξήγησε και το σκεπτικό της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία εκτιμά πως η Ρωσία θα εξαρτάται πλέον από λιγότερους αγοραστές του πετρελαίου της. Αυτό θα φέρει τους πελάτες σε θέση ισχύος απέναντι στην ρωσική πλευρά και θα αναγκάσει την Ρωσία να δεχτεί να πουλήσει σε χαμηλές τιμές.
Κάτι παρόμοιο έγινε τους πρώτους μήνες μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν η Ρωσία πουλούσε στην Ινδία πετρέλαιο με έκπτωση μέχρι και 25%. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως θα επαληθευθούν οι αμερικανικές εκτιμήσεις και το ρωσικό πετρέλαιο τελικά δεν θα λείψει από τις διεθνείς αγορές.
Όπως είπαμε όμως και στην αρχή, το ζήτημα δεν είναι μόνο η πιθανή μείωση των ποσοτήτων ρωσικού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, είναι και η αύξηση της ζήτησης που θα φέρει η πιθανολογούμενη ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας καθώς η ηγεσία της χώρας θα εγκαταλείπει σταδιακά τα αυστηρά μέτρα κατά του περιορισμού της πανδημίας τα οποία έχουν πλήξει ισχυρά την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις για το πόσο θα αυξηθεί η ζήτηση στην περίπτωση που η κινεζική πολιτική όντως θα αλλάξει σύντομα, σίγουρα όμως η αύξηση δεν θα είναι αμελητέα. Αυτό φάνηκε και από την ανοδική αντίδραση της αγοράς πετρελαίου στις ειδήσεις που ήρθαν την Πέμπτη από την Κίνα σχετικά με το πρώτο πολύ μικρό βήμα χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων που συνοδεύουν την πολιτική covid zero.
Στην περίπτωση που τα βήματα χαλάρωσης έχουν και συνέχεια, είναι σίγουρο πως οι επενδυτές θα σπεύσουν να ανεβάσουν και άλλο τις τιμές. Είναι όμως αυτοί οι δύο παράγοντες ικανοί να αλλάξουν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και να στείλουν τόσο πάνω το πετρέλαιο;
Υπό τις παρούσες συνθήκες, μάλλον όχι. Μην ξεχνάμε πως υπάρχουν ορισμένες, μικρές έστω, θετικές ειδήσεις για αύξηση της προσφοράς, όπως η σταδιακή επαναλειτουργία των εγκαταστάσεων φόρτωσης του πετρελαίου του Καζακστάν στην Μαύρη Θάλασσα.
Δεν πρόκειται για εξέλιξη τρομερής σημασίας, δεν είναι όμως και αμελητέα. Το Καζακστάν εξάγει το 1% της παγκόσμιας προσφοράς αργού πετρελαίου και από τον Αύγουστο έχει μειώσει σημαντικά τις εξαγωγές του λόγω τεχνικών προβλημάτων.
Πέρα από αυτό όμως, η αγορά πετρελαίου είναι πραγματικά παγκόσμια, σε αντίθεση με αυτή του φυσικού αερίου που έχει πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να γίνει. Αυτό σημαίνει πως η εξομάλυνση των ανισορροπιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι πιο εύκολη.
Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε πως οι χώρες του OPEC λογικά δεν επιθυμούν με τίποτα μία τέτοια εξέλιξη, η οποία θα δημιουργούσε μεγάλη αναταραχή στις ενεργειακές αγορές.
Αυτό είναι φανερό και από τις δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού του Ιράκ, της δεύτερης μεγαλύτερης σε παραγωγή χώρας μέλους του OPEC, ο οποίος δήλωσε προχθές στην Βαγδάτη πως η χώρα του δεν επιθυμεί να δει την τιμή του πετρελαίου να ξεπερνά τα 100 δολάρια/βαρέλι, ούτε να πέσει σημαντικά από τα τωρινά επίπεδα. Ο Shia Al Sudani τόνισε πως η χώρα του προτιμά να βλέπει ηρεμία στις αγορές.
Με βάση ό,τι ξέρουμε αυτή την στιγμή μας φαίνεται πολύ δύσκολο να φανταστούμε την εκτίναξη της τιμής του αργού πετρελαίου όπως την έχουν περιγράψει οι Σκανδιναβοί αναλυτές και όπως την ονειρεύονται ορισμένοι επενδυτές. Όσο και να φαίνεται παράξενο, το κλειδί για μία τέτοια εξέλιξη βρίσκεται στις δυτικές οικονομίες.
Η τωρινή κατάσταση, με τις αυξήσεις των επιτοκίων και την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας εγγυάται την σχεδόν σταθερή ή σχετικά μειωμένη ζήτηση. Αν μάλιστα επαληθευθούν οι ανησυχίες για εμφάνιση οικονομικής ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ίσως και στις ΗΠΑ, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε το πετρέλαιο να ξεπερνά τα 100 δολάρια/βαρέλι.
Αν όμως για κάποιον λόγο η οικονομία αρχίσει να ξαναπαίρνει μπρος στις δυτικές χώρες και αυτό συνδυαστεί με την επιστροφή της ζήτησης από την Κίνα, τότε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα σημαντικής ανόδου του αργού πετρελαίου. Ίσως όχι προς τα 200 δολάρια αλλά τουλάχιστον προς τα υψηλά της φετινής άνοιξης, δηλαδή την περιοχή των 130 δολαρίων/βαρέλι.