«Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές και μάλιστα τις πυρκαγιές μεγάλου μεγέθους, μεγάλης έκτασης και μεγάλης έντασης» τόνισε ο Νίκος Κούτσιας, Καθηγητής Περιβαλλοντικής Πληροφορικής, Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών του Πανεπιστημίου της Πάτρας, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
Εξηγώντας ποια ήταν η κατάσταση στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα και ποια είναι σήμερα, ο κ. Κούτσιας, ανέφερε πως μετά το 1980 περίπου, στην Ελλάδα φαίνεται ότι οι πυρκαγιές έχουν σταθεροποιηθεί σε μία μέση τιμή που ανέρχεται περίπου στα 400-500 χιλιάδες στρέμματα καμένης γης ετησίως, ως μέσος όρος, ενώ υπάρχουν χρονιές εξάρσεων, δηλαδή χρονιές που οι καμένες εκτάσεις υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό τον αριθμό. Επιπλέον, στο ίδιο χρονικό διάστημα, υπάρχουν περίοδοι που έφταναν έως και τη δεκαετία, που ο μέσος όρος κυμάνθηκε αρκετά χαμηλότερα από τις 400-500 χιλιάδες στρέμματα καμένης γης.
Στη συνέχεια, τόνισε πως: «αυτή τη στιγμή πρέπει να φτιαχτεί ένα εθνικό σύστημα διαχείρισης αντιμετώπισης των πυρκαγιών το οποίο θα είναι προσαρμοσμένο σε αυτά τα χαρακτηριστικά των πυρκαγιών των μεγάλων και μεγάλης έντασης».
Έτσι, ο. Κούτσιας σημείωσε: «Να δώσω ένα παράδειγμα. Η Ρόδος φαίνεται ότι στην πυρκαγιά την πρόσφατη ήταν περίπου στα 200.000 στρέμματα συν πλην. Προσπαθώντας λίγο να το ερμηνεύσουμε, κάνουμε μια ανάλυση και προσπαθούμε να δούμε αυτό το γεγονός κάθε πότε το περιμένουμε. Τις πυρκαγιές 200 χιλιάδων στρεμμάτων τις αναμένουμε μία σε κάθε 75 χρόνια. Της Εύβοιας τα 430.000 στρέμματα που είχαμε πριν δύο χρόνια, την περιμένουμε να τη δούμε μία φορά στα 400 χρόνια». Αυτές οι συχνότητες φυσικά πλέον αλλάζουν.
«Πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει η διαχείριση της καύσιμης ύλης, των δασών»
Ως προς το τι πρέπει να γίνει στο εξής, ο καθηγητής, επισήμανε ότι θα πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει η διαχείριση της καύσιμης ύλης, των δασών. «Παλιότερα η διαχείριση γινόταν “παίρνοντας χρήματα” από το δάσος. Δηλαδή ο άνθρωπος είχε διάφορες ασχολίες εκεί, έπαιρνε ξύλο, ήταν μες το δάσος, έπαιρνε κάρβουνο, υπήρχαν τα αιγοπρόβατα με τη βόσκηση, οπότε το δάσος το διατηρούσαμε σε κάποιο επίπεδο αναφορικά με το φόρτο της καύσιμης ύλης. Οπότε εμείς τώρα λέμε και μάλιστα αυτό ως παράδειγμα υφίσταται στις μέρες μας και μιλώ για το παράδειγμα της Βαρκελώνης, όπου εκεί εισήγαγαν μέσα σε κάποια δάση αιγοπρόβατα, αιγοπρόβατα τα οποία ο ρόλος τους είναι προφανώς να μειώσουν την καύσιμη ύλη μέσω της βόσκησης» προσέθεσε ο κ. Κούτσιας, σημειώνοντας ότι τα αποτελέσματα θα της πρακτικής αυτής θα φανούν αρκετά αργότερα.
«Η κλιματική αλλαγή δυστυχώς θα επιτρέψει σε περιοχές που δεν καίγονταν να καίγονται. Τα οικοσυστήματα σε εκείνες τις περιοχές δεν είχαν τη φωτιά μέσα στον κύκλο ζωής τους, οπότε εκεί οι οικολογικές συνέπειες θα είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που συζητάμε τώρα για περιοχές που η ύπαρξη των οικοσυστημάτων αυτών σχετίζονται και με την πυρκαγιά.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι το κλίμα δεν είναι περιοριστικός παράγοντας, δηλαδή και κλιματική κρίση και κλιματική αλλαγή να μην είχαμε, οι κλιματικές συνθήκες θα επέτρεπαν να έχουμε πυρκαγιές. Εμείς έχουμε διαπιστώσει με την έρευνα που κάνουμε ότι το κλίμα είναι αυτό που στα μαθηματικά θα λέγαμε είναι αναγκαίος παράγοντας αλλά όχι ικανός να δώσει μόνος του δασικές πυρκαγιές.
Τον χρειαζόμαστε από τη μια, αλλά αν τον έχουμε δεν σημαίνει ότι θα έχουμε πάντα δασικές πυρκαγιές. Αυτό είναι λίγο ενθαρρυντικό γιατί μας επιτρέπει να κατευθυνθούμε στη διαχείριση της καύσιμης ύλης με σκοπό πάντα να διαχειριστούμε όλο αυτό το θέμα των δασικών πυρκαγιών και να διαχειριστούμε όχι τόσο πολύ τα μεγέθη όσο τις συνέπειες των δασικών πυρκαγιών» επισήμανε ο κ. Κούτσιας, τονίζοντας ότι «πρέπει να αλλάξουμε το δόγμα των δασικών πυρκαγιών, ένα εθνικό σύστημα διαχείρισης πυρκαγιών προσαρμοσμένο να αντιμετωπίσει τέτοιες πυρκαγιές με στόχο να ελαχιστοποιήσουμε τις συνέπειές τους».