Για περίπου 600 άτομα στο καράβι που ναυάγησε σε διεθνή ύδατα ανοιχτά της Πύλου κάνει λόγο ο επικεφαλής της Frontex, Χανς Λέιτενς, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung (SZ).
«Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δραματική», λέει ο Λέιτενς: «Την Τρίτη, οι συνάδελφοί μου εντόπισαν το αλιευτικό σκάφος, με το οποίο περίπου 600 άτομα, στοιβαγμένοι πιθανότατα από λαθρεμπόρους, κατευθύνονταν προς την Ελλάδα. Αναφέραμε το σκάφος στις τοπικές αρχές, όπως ήταν καθήκον μας. Είναι ασύλληπτα λυπηρό το γεγονός, ότι βυθίστηκε την Τετάρτη και σημειώθηκε άλλο ένα τραγικό δυστύχημα. Πέταξα κατευθείαν στην Ελλάδα, για να διευκρινίσω, τι ακριβώς συνέβη και πώς μπορούμε να παράσχουμε περισσότερη προστασία».
Ο Ολλανδός, νέος επικεφαλής της Frontex, σημειώνει ότι η διάσωση ζωών είναι κορυφαία προτεραιότητα. «Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε θαύματα», προσθέτει, «παρακολουθούμε μια θάλασσα διπλάσια από τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία μαζί. Είναι πολύ δύσκολο να βοηθήσεις όποιον έχει ανάγκη. Γιατί οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πάρουν μεγάλα ρίσκα. Και φυσικά προσπαθούν να φτάσουν στην ευρωπαϊκή πλευρά απαρατήρητοι».
Στην ερώτηση, αν θα προτιμούσε να έχει η Frontex δική της αποστολή διάσωσης, απαντά: «Το αίτημα υπήρχε παλαιότερα. Αλλά η Frontex είναι μια υπηρεσία διαχείρισης συνόρων. Αντί να διευρύνουμε την αποστολή της, θα ήταν προτιμότερο να επενδύσουμε στην ακτοφυλακή των εθνικών κρατών».
Ο Λέιτενς διαπιστώνει ότι η πίεση στα σύνορα γίνεται συνεχώς μεγαλύτερη. «Οι αριθμοί μεγαλώνουν, συνολικά 12% τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους. Βλέπουμε όμως μια νέα εστία πυρκαγιάς: την κεντρική Μεσόγειο. Ειδικά εκεί που είναι πιο επικίνδυνο από όλα τα άλλα σημεία, έχουμε αύξηση των αριθμών κατά 160%. Ειδικά από την Τυνησία φεύγουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι».
Όπως εξηγεί, υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους αυτούς να μπαίνουν τελικά στα επισφαλή πλοία και βάρκες:
«Πολλοί άνθρωποι από την Υποσαχάρια Αφρική έχουν ήδη κάνει το ταξίδι για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης.
Προέρχονται από χώρες, όπως η Ακτή Ελεφαντοστού και η Γουινέα και βρίσκονται ήδη στη Βόρεια Αφρική. Εκεί όμως, όπως και στην Τυνησία, οι συνθήκες γίνονται όλο και πιο δύσκολες για τους μετανάστες. Το δίλημμά τους είναι: να επιστρέψουν στη χώρα τους, πράγμα επίσης επικίνδυνο, ή να δοκιμάσουν τη διαδρομή της Μεσογείου».
Στο μεταξύ, έχει αλλάξει ριζικά και η τακτική των κυκλωμάτων διακινητών. Όπως σημειώνει ο Λέιτενς, «παλαιότερα πλήρωναν έως και 2.000 δολάρια για μια θέση σε ένα μεγαλύτερο πλοίο που έφτασε στη Λαμπεντούζα με σχετική ασφάλεια. Αλλά πολλοί από τους μετανάστες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά αυτές τις τιμές. Ως εκ τούτου, οι λαθρέμποροι κατασκευάζουν μικρότερες βάρκες – πρόχειρα συγκολλημένες μέσα σε 24 ώρες. Σ΄ αυτές επιβιβάζονται 25 με 30 άτομα, πληρώνοντας 400, 500 ευρώ.
Οι λαθρέμποροι στέλνουν πολλές βάρκες ταυτόχρονα. Υπάρχει και ανταγωνισμός μεταξύ τους, κάποια σκάφη απειλούνται. Τους λένε: Θα σας ρυμουλκήσουμε στη Λαμπεντούζα, αυτό κοστίζει επιπλέον. Εάν οι μετανάστες δεν πληρώσουν, περικυκλώνονται μέχρι να βυθιστεί το σκάφος. Αυτό κάνει τη διάσωση πιο δύσκολη: αντί να διασωθεί ένα μεγάλο σκάφος, τώρα πρέπει να διασωθούν δέκα μικρά. Αυτό το μείγμα είναι απάνθρωπο και εξαιρετικά επικίνδυνο».
Πηγή: ΕΡΤ, Sueddeutsche Zeitung
Διαβάστε ακόμα:
Επικεφαλής Frontex: Οι Έλληνες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν ζωές