Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ο θάνατος του Τζον Μακέιν, του τέως ρεπουμπλικανού υποψηφίου προέδρου και γερουσιαστή, έρχεται σε μία ιδιαίτερη στιγμή για την ψυχή του κόμματός του. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ο τελευταίος, ή από τους τελευταίους, πολιτικούς που μέχρι σήμερα κρατούσε ζωντανή την κληρονομιά του Ρόναλντ Ρίγκαν.
Όμως, για να γίνει αυτό αντιληπτό, πρέπει να ανατρέξουμε αρκετά παλαιότερα, από το 1980, έτος κατά το οποίο ο Ρίγκαν κέρδισε την προεδρία. Για να καταλάβουμε τη σημασία της πολιτικής σχολής από την οποία προήλθε ο Μακέιν, πρέπει πρώτα να αντιληφθούμε τη σημασία του Ρίγκαν και τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε την Κεντροδεξιά των ΗΠΑ.
Το ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν (φαινομενικά) υπό διάλυση για περίπου τέσσερις δεκαετίες.
Από το 1933 και την πρώτη εκλογή του Φράνκλιν Ρούσβελτ μέχρι και την εκλογή του Ρίγκαν, το άλλοτε κραταιό κόμμα του Λίνκολν εξέλεξε μόλις δύο προέδρους (αν και υπηρέτησαν τρεις λόγω της παραίτησης του Νίξον). Μόλις 16 χρόνια κατοχής της προεδρίας μέσα σε 48 χρόνια ήταν η πενιχρή επίδοσή του. Αλλά και στη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα. Οι ρεπουμπλικανοί πέτυχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία μόλις 2 φορές από το 1931 έως το 1955 και την επανέκτησαν έπειτα από 40 ολόκληρα χρόνια το 1995. Τέλος, στη Γερουσία, είχαμε μια αντίστοιχη εικόνα με τους ρεπουμπλικανούς να έχουν μόλις δύο πλειοψηφίες στη συγκεκριμένη περίοδο (1933-1980), ενώ με την εκλογή του Γκίπερ, όπως ήταν το παρατσούκλι του Ρίγκαν, η κατάσταση αντιστρέφεται πλήρως μέχρι και σήμερα.
Η επίδραση του Ρίγκαν στην αμερικανική, αλλά και την παγκόσμια πολιτική, υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Όμως, η κομματική του παράδοση, δηλαδή η δημιουργία ενός εκλογικού συνασπισμού που κατά πολλούς αναλυτές ήταν ετερόκλητος, σήμερα ενδεχομένως να βρίσκεται υπό κατάρρευση. Το κόμμα του Ρίγκαν είχε αδιαπραγμάτευτες αρχές: πίστη στην παράδοση, ισχυρότατη δέσμευση προς τους συμμάχους των ΗΠΑ, ισχυρή στρατιωτική μηχανή, παθιασμένο αντικομμουνισμό και πίστη στην ελεύθερη αγορά. Αυτές οι αρχές έφεραν στο κόμμα νέες εκλογικές δυνάμεις που επέτρεψαν στους ρεπουμπλικανούς να αποκτήσουν την προεδρία και πλειοψηφίες στα κοινοβουλευτικά σώματα και να μετατραπούν από φτωχοί συγγενείς των δημοκρατικών σε μία πανίσχυρη πολιτική δύναμη.
Ο Τζον Μακέιν ανήκε εξ ολοκλήρου σε αυτόν τον συνασπισμό. Οι θέσεις του όσον αφορά την εξωτερική πολιτική δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στη στήλη, καθώς με δυσκολία μπορεί να εντοπίσει κανείς τον Μακέιν να καταψηφίζει οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ, ήταν αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «γεράκι» της άμυνας. Όμως, ο ίδιος γνώριζε καλά από πού ερχόταν η πολιτική του κληρονομιά και γι'' αυτό μέχρι τέλους προσπάθησε να την προστατέψει επικρίνοντας τον νυν πρόεδρο Τραμπ για τη στάση του προς τους συμμάχους των ΗΠΑ, αλλά και την αποξένωσή του από παραδοσιακές συνιστώσες της Κεντροδεξιάς.
Αν η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη των ΗΠΑ συνεχίσει να ακολουθεί τα «τουίτ» του Τραμπ, τις εθνικιστικές του κορόνες και τις παλινωδίες του στη διεθνή σκηνή, ενδεχομένως να πρέπει να προετοιμαστεί για άλλα 50 χρόνια στην «απέξω».
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 31 Αυγούστου