Oι πιθανότητες να διακοπεί το τρίτο κύμα του κορονοϊού με τους εμβολιασμούς είναι καλές, σύμφωνα με τον Ντομινίκ φον Στίλφριντ, πρόεδρο του Κεντρικού Ινστιτούτου «Zi», ενός ερευνητικού κέντρου των συμβεβλημένων με τα Ταμεία Γερμανών γιατρών.
«Με τα μοντέλα εμβολιασμών που κάνουμε υπολογίζουμε ότι το 50% του ενήλικου πληθυσμού θα μπορούσε να έχει εμβολιαστεί με την πρώτη δόση μέχρι τα μέσα Μαΐου και αυτό θα διέκοπτε πραγματικά τη δυναμική της εξάπλωσης του κορονοϊού. Το σημαντικό είναι τώρα να εμβολιαστούν όσοι είναι άνω των εξήντα ετών το συντομότερο δυνατόν, επειδή η θνησιμότητα αυξάνεται από αυτήν την ηλικιακή ομάδα», είπε σε συνέντευξή του η οποία θα δημοσιευτεί ολόκληρη στο αυριανό φύλλο της εφημερίδας «Mannheimer Morgen».
Το Κεντρικό Ινστιτούτου «Zi» εκτιμά ότι «περίπου 6,5 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων θα είναι διαθέσιμες για τα ιατρεία μέχρι τα μέσα Απριλίου. Από τις 25 Απριλίου θα αυξάνονται αισθητά κάθε εβδομάδα. Κατά βάσιν, δίνεται προτεραιότητα στα κέντρα εμβολιασμών, με 2,25 εκατομμύρια δόσεις εμβολιασμού την εβδομάδα. Ό,τι υπερβαίνει τον αριθμό αυτό μπορεί να δίνεται στα ιατρεία», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στην αυξανόμενη συχνότητα κρουσμάτων ανά επτά ημέρες στην Γερμανία, ο πρόεδρος του Κεντρικού Ινστιτούτου (Zi), είπε: «Η τιμή της συχνότητας θα γίνεται ολοένα και λιγότερο σημαντική. Πολύ πιο σημαντικός είναι ο βαθμός ανοσοποίησης, το ποσοστό των θεραπευμένων και εμβολιασμένων ατόμων στον πληθυσμό. (Πάντως) όπου οι τιμές συχνότητας των κρουσμάτων αυξάνονται στους ηλικιωμένους και δεν έχει επιτευχθεί σημαντική κάλυψη εμβολιασμών, θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός με περαιτέρω βήματα ανοίγματος».
Τέλος, για τα αυστηρά περοριστικά μέτρα είπε: «Το πρόβλημα είναι ότι το lockdown καθαυτό δεν προσφέρει καμία προστασία μακροπρόθεσμα. Βοηθά μόνο εφόσον είναι ενεργοποιημένο. Γι 'αυτό συνεχίζουμε να έχουμε αυτά τα φαινόμενα γιο-γιο, δηλαδή οι αριθμοί των κρουσμάτων να αυξάνονται μετά το lockdown. Μακροπρόθεσμα βοηθά μόνο η ανοσοποίηση του πληθυσμού».