Χωρίς εκπλήξεις ξεκίνησε η πολυαναμενόμενη συνάντηση του Ελσίνκι ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, στην οποία δεν συμμετέχουν άλλοι συνεργάτες τους πλην των μεταφραστών. Στις on camera δηλώσεις που έκαναν οι δύο ηγέτες, άλλωστε, ήταν ιδιαιτέρως λιτοί, χωρίς να αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας -αίσθηση που ενισχύθηκε και από το μάλλον... βλοσυρό τους βλέμμα.
Την ελπίδα για μια «εξαιρετική σχέση» εξέφρασε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ ο Ρώσος ομόλογός του επεσήμανε πως οι δυο τους βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία, κάτι που δεν κάνει ο καθένας με τους ανταγωνιστές του.
«Έχουμε εξαιρετικές ευκαιρίες, δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά για τα τελευταία αρκετά χρόνια... αλλά πιστεύω πως θα καταλήξουμε σε μια εξαιρετική σχέση», είπε ο Τραμπ, για να συνεχίσει: «Πραγματικά πιστεύω ότι ο κόσμος θέλει να μας δει να τα πηγαίνουμε καλά. Είμαστε οι δύο μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις. Διαθέτουμε το 90% των πυρηνικών όπλων». «Το να τα πάμε καλά με τη Ρωσία είναι καλό πράγμα, δεν είναι κακό πράγμα», πρόσθεσε.
Από την πλευρά του ο Πούτιν είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι είναι καιρός να μιλήσουν για τις σχέσεις ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον αλλά και να συζητήσουν δύσκολα πολυεθνικά θέματα.
«Υπάρχουν αρκετά από αυτά για να αρχίσουμε να τους δίνουμε προσοχή» είπε ο Ρώσος πρόεδρος.
Πάντως, αμφότεροι έχουν φροντίσει εγκαίρως να τοποθετήσουν πολύ χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, αναγκάζοντας τα μίντια, τους αναλυτές και τους πολιτικούς τους εταίρους και αντιπάλους να αναζητούν την «είδηση» στο περιθώριο, τις λεπτομέρειες και τη σημειολογία – όπως, για παράδειγμα, ποιος από τους δύο καθυστέρησε περισσότερο και γιατί.
Γιατί, λοιπόν, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση της σημερινής συνάντησης, από τη στιγμή που ήταν δεδομένο ότι οι δύο ηγέτες δεν προτίθενται να μετακινηθούν από τις θέσεις τους στα μεγάλα διεθνή ζητήματα, ούτε οι διμερείς σχέσεις πρόκειται να βελτιωθούν ή να επιδεινωθούν εξαιτίας των όσων ειπωθούν ή δεν ειπωθούν στο τετ-α-τετ τους;
Σε κάθε περίπτωση, ο Τραμπ – μετά την αδιανόητη, μέχρι πριν λίγους μήνες, συνάντησή του με τον Κιμ Γιονγκ-ουν – θέλει να αποδείξει ότι συνομιλεί με τους πάντες, χωρίς να κάνει εξαιρέσεις ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς και με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον των ΗΠΑ. Μάλιστα, φρόντισε για μια ακόμη φορά να κατηγορήσει τον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα, για το γεγονός ότι, όπως ισχυρίστηκε, οι σχέσεις Ουάσινγκτον και Μόσχας βρίσκονται σήμερα στο χειρότερο σημείο τους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου – ενώ αντιθέτως, ο ίδιος έχει ταχθεί υπέρ της επανένταξης της Ρωσίας στο κλαμπ των χωρών της G7.
Από την άλλη, ο Πούτιν επιδιώκει να στείλει το μήνυμα ότι η Ρωσία, παρά τις κυρώσεις σε βάρος της και τις κατηγορίες που δέχεται από τη Δύση για επιθετικότητα, είναι ένας αναντικατάστατος εταίρος στο διεθνές σκηνικό, έχοντας ανακτήσει σημαντικό μέρος από την ισχύ και το χαμένο μεγαλείο της υπερδύναμης την οποία διαδέχθηκε, της ΕΣΣΔ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, από αυτή την άποψη, ότι τις ημέρες που προηγήθηκαν (υπό την προφανή επήρρεια και του... αναισθητικού του Μουντιάλ που οργάνωσε επιτυχώς η χώρα του), ο Μπασάρ αλ-Άσαντ έχει εξαπολύσει μια σφοδρότατη επίθεση κατά των ανταρτών στη Συρία, απέναντι στην οποία οι Αμερικανοί ουσιαστικά σφυρίζουν αδιάφορα.
Το σίγουρο είναι ότι από αύριο, τα πράγματα θα βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο σημείο στο οποίο τα βρήκαν Τραμπ και Πούτιν πριν τη συνάντησή τους. Το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να ενισχύει τις δυνάμεις του απέναντι στην απειλή της «ρωσικής αρκούδας», η επιτροπή Μιούλερ θα συνεχίσει τις έρευνές της για τον «ρωσικό δάκτυλο» στις ΗΠΑ και τις ευθύνες Τραμπ, ενώ το Κρεμλίνο θα απαντά με τον τρόπο που θέλει και όπου θέλει, στρέφοντας την προσοχή του κυρίως προς την Κίνα και την Ευρώπη.
Γιώργος Παυλόπουλος