Ο κύβος ερρίφθη, όπως όλα δείχνουν. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες θα ρίξουν στη μάχη των επόμενων βουλευτικών εκλογών, τον Σεπτέμβριο του 2021, το πιο «βαρύ» χαρτί που διαθέτουν σήμερα: Τον υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, ο οποίος είναι αρκετά δημοφιλής, αλλά και ο πλέον αναγνωρίσιμος πολιτικός στις τάξεις τους, τόσο εντός συνόρων όσο και στην Ευρώπη.
Η απόφαση ελήφθη ομόφωνα από το προεδρείο του SPD, μετά από σχετική πρόταση του ηγετικού διδύμου, της Σάσκια Έσκεν και του Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς, ενώ επιβεβαιώθηκε και από τον ίδιο τον Σολτς, με σχετική ανάρτησή του στο Twitter. Εκτός μεγάλου απροόπτου δε, αναμένεται να επικυρωθεί από από το συνέδριο του κόμματος.
Όλοι αναγνωρίζουν, πάντως, ότι η επιλογή του ανθρώπου ο οποίος θα διεκδικήσει την καγκελαρία, χωρίς μάλιστα να έχει απέναντί του την... ανίκητη Ανγκελα Μέρκελ (η ίδια έχει ξεκαθαρίσει, άλλωστε, πως δεν θα είναι υποψήφια για μια πέμπτη συνεχόμενη θητεία), δεν αρκεί για να βγάλει τους Σοσιαλδημοκράτες από τη βαθιά τους κρίση. Μια κρίση η οποία, εκτός των άλλων, αποτυπώνεται και στα ποσοστά του κόμματος στις δημοσκοπήσεις, τα οποία μόλις και μετά βίας ξεπερνούν το 15% και έχουν ως αποτέλεσμα να έχουν υποχωρήσει στην τρίτη θέση, πίσω από τους Πράσινους.
Σύγκρουση με τους Πράσινους
Η αντιπαράθεση με τους τελευταίους φαίνεται πως θα κρίνει πολλά, μαζί και το αποτέλεσμα των εκλογών. Κι αυτό διότι, μετά από δύο διαδοχικές συγκυβερνήσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες και την Μέρκελ, το SPD μοιάζει να έχει χάσει την πολιτική ταυτότητά του, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι του να επιλέγουν τους Πράσινους – οι οποίοι, με τη σειρά τους, παρουσιάζουν ένα ελκυστικό και διόλου «επικίνδυνο» προφίλ για τον μέσο Γερμανό, ενώ παράλληλα έχουν «καβαλήσει» το κύμα της εποχής, που σφραγίζεται από τη στροφή στην «πράσινη οικονομία».
Το στοίχημα για τον Σολτς είναι μεγάλο και δύσκολο. Για να το κερδίσει δε, θα χρειαστεί οπωσδήποτε και τη βοήθεια του πιο ζωντανού τμήματος του SPD, της νεολαίας των Jusos, οι οποίοι εδώ και χρόνια τάσσονται εναντίον του κυβερνητισμού και απαιτούν «επιστροφή στις ρίζες». Είναι, άραγε, αυτό εφικτό ή θα επισημοποιηθεί το πολιτικό τέλος του ιστορικού κόμματος;