Μέχρι χθες το απόγευμα, όλα έμοιαζαν να έχουν «κολλήσει» όσον αφορά την υλοποίηση των αποφάσεων της τελευταίας συνόδου κορυφής της 23ης Απριλίου. Η ενεργοποίηση των υπαρχόντων εργαλείων – δάνεια από ESM και ΕΤΕπ – και η συγκρότηση του ταμείου SURE δεν προχωρούσε, ενώ η συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης φαινόταν από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη.
Ταυτόχρονα, όμως, πλήθαιναν οι επικρίσεις περί έλλειψης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και η οργή εναντίον του Βερολίνου και των συμμάχων του στον Βορρά, ενώ η λαϊκιστική Ακροδεξιά ετοίμαζε τη μεγάλη της επίθεση κατά των Βρυξελλών, του ευρώ και του «διευθυντηρίου». Η νέα πολιτική κρίση φαινόταν να είναι προ των πυλών – κι αυτό ήταν κάτι που η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να συμβεί.
Για τον λόγο αυτό, οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας, των δύο ισχυρών της ΕΕ, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να δώσουν απαντήσεις. και το επιχείρησαν με τη χθεσινή τους τηλεδιάσκεψη και τις δηλώσεις που ακολούθησαν, με την παρουσίαση της πρότασής τους για το Ταμείο Ανάκαμψης, την οποία ευελπιστούν ότι τελικά θα ακολουθήσουν όλοι οι εταίροι – ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι.
Η πρότασή τους, άλλωστε, έχει στόχο να δώσει απαντήσεις σε δύο από τα βασικότερα ζητούμενα: Αφενός, πόση θα είναι η δύναμη πυρός που θα διαθέτει το νέο Ταμείο και, αφετέρου, εάν τα ποσά που θα αντλούν από αυτό τα κράτη-μέλη θα αποτελούν «δωρεές» ή δάνεια που θα συνοδεύονται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Πόσο και πώς
Όσον αφορά το πρώτο, λοιπόν, Μέρκελ και Μακρόν τοποθέτησαν τον πήχη στα 500 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που είναι σαφώς μικρότερο σε σύγκριση με το 1-1,5 τρισ. που πρόβλεπε η αρχική πρόταση του Παρισιού και ζητούσαν Ιταλία, Ισπανία και άλλες χώρες του Νότου, δεν είναι όμως αμελητέο. Κι αυτό διότι έρχεται να προστεθεί στα 540 δισ. των ESM, ΕΤΕπ και SURE, καθώς και στο ένα και πλέον τρισ. του προγράμματος ποσοστικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Όσον αφορά στη μορφή που θα έχουν τα χορηγούμενα ποσά, η Γερμανίδα καγκελάριος ήταν κατηγορηματική: «Τα συγκεκριμένα 500 δισ. δεν θα αποπληρωθούν από εκείνους οι οποίοι θα επωφεληθούν από αυτά», είπε χαρακτηριστικά. Πώς θα συμβεί, όμως, αυτό;
Μέσω της άμεσης σύνδεσης του Ταμείου Ανάκαμψης με τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ (2021-’27), ο οποίος θα αυξηθεί σε σύγκριση με τις αρχικές προτάσεις και προβλέψεις. Κι αυτό είναι κάτι που θα γίνει τόσο μέσω των μεγαλύτερων ποσών που θα διαθέσουν τα κράτη-μέλη και, κυρίως, οι πλούσιες χώρες της ΕΕ όσο και, κυρίως, με την «μόχλευση» που θα επιχειρήσει η Κομισιόν. Με άλλα λόγια, με τον δανεισμό που θα επιδιώξει από τις διεθνείς αγορές, παρέχοντας ως εγγύηση τον ίδιο τον προϋπολογισμό.
Το σχέδιο είναι απλό. Αντλώντας τα επιθυμητά ποσά, αυτά θα διατεθούν προς τους ενδιαφερόμενους και έχοντες ανάγκη με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο και αλγόρυθμο σχετικά άμεσα – το κέντρο βάρους θα πέσει στο 2021, όπως τονίστηκε – όμως η αποπληρωμή θα γίνει σε βάθος χρόνου, πιθανώς και σε δύο ή τρεις δεκαετίες. Η εξυπηρέτηση δε του χρέους αυτού – που είναι και δεν είναι ευρωομόλογο, μιας και προβλέπεται από τη συνθήκη της ΕΕ για εξαιρετικά έκτακτες περιστάσεις – θα γίνεται μέσω του ίδιου του προϋπολογισμού, επιβαρύνοντας και πάλι τις χώρες με τις μεγαλύτερες εισφορές. Πρώτη και καλύτερη δε την Γερμανία, στην οποία (μετά το Brexit) αναλογεί περίπου το 27% των εισφορών.
Ραντεβού στις 27 Μαΐου
Λύθηκε, λοιπόν, το πρόβλημα; Προφανώς και όχι. Άλλωστε, όπως είπαν και η Μέρκελ και ο Μακρόν, Γερμανία και Γαλλία είναι μόνο δύο από τους «27» και για να πάρει η πρότασή τους σάρκα και οστά, πρέπει να υπάρξει ομοφωνία. Ωστόσο, με τους δύο ισχυρούς της ΕΕ να δείχνουν τον δρόμο, υπάρχουν σαφώς περισσότερες πιθανότητες αυτό να γίνει.
Μια πρώτη ιδέα θα πάρουμε, αναμφίβολα, την ερχόμενη Τετάρτη, 27 Μαΐου, όταν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσιάσει την πρόταση της Κομισιόν για τον νέο επταετή προϋπολογισμό, έχοντας συνυπολογίσει και τα όσα είπαν χθες οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας. Ελπίζοντας, προφανώς, ότι έστω και στο παρά πέντε θα σωθεί κάτι από την τιμή της ΕΕ, που απειλήθηκε ξανά θανάσιμα. Αν και ο κίνδυνος δεν έχει ακόμη περάσει…