Του Γιώργου Παυλόπουλου
Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2019 που ανακοίνωσε η ιταλική κυβέρνηση έκανε αρκετούς όχι απλώς να βγάλουν τα... τύμπανα του πολέμου από τις θήκες, αλλά και να αρχίσουν να τα χτυπούν. Προτού, όμως, καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τις εξελίξεις στην Ιταλία και για το κατά πόσο ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρώμη και τις Βρυξέλλες είναι ante portas, ας δούμε τι λένε οι -ψυχροί, αλλά συνήθως αποκαλυπτικοί- αριθμοί.
Συγκεκριμένα, ο στόχος για το δημοσιονομικό έλλειμμα που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση της Ιταλίας με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές για το 2019 ήταν στο 0,8% επί του ΑΕΠ της χώρας. Μόλις, όμως, σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση, αποτελούμενη από την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά και το πολυσυλλεκτικό και λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων, εξαγγέλλοντας μέτρα που ισοδυναμούν με αύξηση των δημόσιων δαπανών, οι Ευρωπαίοι έσπευσαν πρώτοι και προκαταβολικά να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Για την ακρίβεια, άφησαν σαφώς να εννοηθεί ότι ένα έλλειμμα της τάξης του 1,6% θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις. Μάλιστα, ο μετριοπαθής υπουργός Οικονομικών, Τζοβάνι Τρία, που θεωρείται από την Κομισιόν ως ο άνθρωπος στον οποίο μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη, έκανε λόγο ακόμη και για ένα έλλειμμα κοντά στο 1,9%, που τελικά θα ήταν δυνατό να δεχτούν οι εταίροι της Ιταλίας χωρίς να προκληθεί ρήξη.
Η κυβέρνηση, μετά από όλα αυτά και αφού είχαν προηγηθεί δημόσιες αντιπαραθέσεις και απειλές για παραιτήσεις ή και για ρήξη ανάμεσα στους δύο εταίρους, κατέθεσε ένα σχέδιο που προβλέπει έλλειμμα ύψους 2,4%, ήτοι υψηλότερο κατά 0,8% σε σύγκριση με εκείνο που ανεπισήμως εμφανίζονταν να δέχονται οι Ευρωπαίοι και κατά 0,5% έναντι της πρότασης του Τρία. Με βάση, λοιπόν, το ΑΕΠ της Ιταλίας, που υπολογίζεται σε κάτι παραπάνω από 1,7 τρισ. ευρώ, μιλάμε για ένα ποσό που ανέρχεται σε 8,5-13,5 δισ. ευρώ.
Το ερώτημα που τίθεται, κατά συνέπεια, είναι πολύ απλό: Θα τα «σπάσουν» η Ρώμη και οι Βρυξέλλες για ένα τέτοιο ποσό, διακινδυνεύοντας να πυροδοτήσουν μια βόμβα πολλών μεγατόνων ακριβώς στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ;
Προφανώς και όχι!
Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;
Τότε, λοιπόν, πώς εξηγείται αυτό το πολεμικό κλίμα; Είναι πλαστό; Είναι, άραγε, ένα δημιούργημα κάποιων αρρωστημένων εγκεφάλων που βλέπουν παντού «αίμα» και των ΜΜΕ που αναζητούν εναγωνίως θέματα και τίτλους τα οποία θα κάνουν αμέτρητα κλικ;
Η απάντηση στα παραπάνω είναι επίσης αρνητική. Η αντιπαράθεση είναι πραγματική και δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε μια ιδιαιτέρως σκληρή σύγκρουση. Η Ιταλία, άλλωστε, δεν είναι ούτε Ελλάδα, ούτε Πορτογαλία, ούτε Ιρλανδία. Είναι η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης, με το δεύτερο υψηλότερο χρέος που ξεπερνά κατά πολύ τα 2 τρισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι -έστω κι αν τελικά ηττηθεί- είναι σε θέση να καταφέρει πολλά και σοβαρά πλήγματα σε όσους επιλέξουν να την κάνουν εχθρό τους και να της κηρύξουν τον πόλεμο.
Η αιτία, όμως, μιας τέτοιας σύγκρουσης δεν θα βρίσκεται στα περίπου 10 δισ. ευρώ που χωρίζουν σήμερα τη Ρώμη από τις Βρυξέλλες -τα οποία, για να είμαστε ειλικρινείς, αποτελούν ένα ευτελές ποσό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Θα πρέπει να αναζητηθεί πολύ βαθύτερα: Στο μπρα-ντε-φερ που έχει ξεκινήσει για την επόμενη ημέρα της Ε.Ε., το οποίο γίνεται αμείλικτο όσο πλησιάζει η ώρα του Brexit και των ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου, το αποτέλεσμα των οποίων είναι πολύ πιθανό να αποτυπώσει ένα διαφορετικό πολιτικό τοπίο.
Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι το εγχείρημα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα και εξαιρετικά κρίσιμη φάση, όπου οι πάντες αναθεωρούν τις απόψεις, τη στάση και τις συμμαχίες τους. Οι ισχυροί διεκδικούν περισσότερα, οι αδύναμοι προσπαθούν να μην χάσουν και αυτά που έχουν. Αυτό κάνει και η Ιταλία, η οποία αφενός θεωρεί ότι ήταν ανάμεσα στους «ριγμένους» τα προηγούμενα χρόνια και, αφετέρου, προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία να στριμωχτεί στο δημοσιονομικό καναβάτσο.
Έλλειμμα ηγεσίας
Οφείλουμε δε να παραδεχτούμε ότι το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται σε πολλές χώρες και ειδικά στις μεγάλες, ευνοεί τις διεκδικήσεις και αντιπαραθέσεις. Απόδειξη το γεγονός ότι στη Γερμανία ολοένα περισσότεροι κάνουν λόγο για την αρχή του τέλους της Άνγκελα Μέρκελ -της πάλαι ποτέ «σιδηράς καγκελαρίου» που ήταν... φόβητρο εντός και εκτός συνόρων, αλλά σήμερα χαρακτηρίζεται ανήμπορη ακόμη και από στενούς συνεργάτες της και δέχεται ηχηρά εσωκομματικά «χαστούκια»- ενώ στη Γαλλία τα ποσοστά του Εμανουέλ Μακρόν βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση στις δημοσκοπήσεις.
Η ουσία του αρχικού ερωτήματος, βεβαίως, παραμένει: Θα τα «σπάσουν» η Ρώμη και οι Βρυξέλλες, οδηγώντας πρακτικά την ΕΕ στο χείλος του γκρεμού; Σίγουρα, για την ώρα, αυτό το σενάριο δεν είναι το πιο πιθανό. Όπως δεν είναι πιθανό, όμως, η Ε.Ε. να είναι αύριο ίδια. Οι υπέρμαχοι της ολοκλήρωσης σε όλα τα επίπεδα και της επιστροφής στο μοντέλο ενός συνασπισμού εθνών-κρατών γνωρίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να κερδίσει σε ένα κατά μέτωπο πόλεμο. Έτσι, αναγκαστικά, θα αναζητήσουν συμβιβασμούς και θα οδηγήσουν στη δημιουργία πολλών «ταχυτήτων», που θα αλλάξουν ούτως ή άλλως τη μορφή της Ευρώπης όπως τη γνωρίσαμε.
AP Photo/Ronald Zak