Εγγυήσεις ασφαλείας στη Ρωσία, από τη Δύση, στο πλαίσιο μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, ως απόρροια του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Και μόνο αυτή η αναφορά από τον πρόεδρο Μακρόν, σε πρόσφατη συνέντευξή του, από αμερικανικού εδάφους, όπου πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη, θεωρήθηκε από πολλούς ως βλασφημία και ως υποχώρηση ενώπιον της αρπακτικής Ρωσίας, ενώ παράλληλα πυροδότησε ομαδικά πυρά εναντίον του από το Κίεβο, το Βερολίνο, τις Βαλτικές αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Λογική άμεση αντίδραση, καθώς η απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας είναι σε εξέλιξη, καταστρέφει συστηματικά την τελευταία και προκαλεί παγκόσμια προβλήματα (οικονομική αστάθεια, ενεργειακή ανασφάλεια, επισιτιστική κρίση κτλ).
Σε ένα πόλεμο, συνήθως η προσοχή επικεντρώνεται στα αποτέλεσμα στο πεδίο, στην τρέχουσα διαχείριση των εξελίξεων και στην «τιμωρία», αν είναι εφικτή, του επιτιθεμένου. Αυτή συνιστά μια πολύ περιορισμένη στρατηγική προσέγγιση καθώς κάθε σύγκρουση επιφέρει ανακατατάξεις και αναπροσαρμογές στο σύστημα ασφαλείας, είτε περιοχικά είτε παγκόσμια.
Αναμφισβήτητα το σύστημα ασφαλείας της Ευρώπης, όπως αυτό εκφράσθηκε από τον ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), μέσω της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι (1975) και της Χάρτας των Παρισίων (1990) έχει αποτύχει, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αλλά και την επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας (2014 και 2022).
Μια πιο προσεκτική ματιά στις δηλώσεις του προέδρου Μακρόν, μας οδηγεί σε ορισμένες διαπιστώσεις. Πρώτον, προτείνεται μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας. Δεύτερον, η αρχιτεκτονική αυτή θα αποτελέσει τμήμα του ευρύτερου πλαισίου των ειρηνευτικών συνομιλιών για τον τερματισμό του ρωσο- ουκρανικού πολέμου και ως εκ τούτου απαιτείται σχετική προπαρασκευή. Τρίτον, η αρχιτεκτονική αυτή πρέπει να παρέχει προστασία στους συμμάχους, ενώ παράλληλα θα αντιμετωπίζει και τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλειά της.
Οι δηλώσεις Μακρόν αναντίρρητα ανοίγουν το ζήτημα ασφαλείας σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η Δύση θέλει να εμπλακεί σε αυτή τη συζήτηση. Προφανώς, ο Μακρόν υπονοεί ότι η Ευρώπη θα πρέπει να έχει διακριτό ρόλο από τις ΗΠΑ, στον νέο αυτό σύστημα ασφαλείας, καθώς πόλεμοι και συγκρούσεις και άλλα γεγονότα στρατηγικής σημασίας λαμβάνουν χώρα στο έδαφός της, χωρίς να έχει λόγο και δυνατότητα παρεμβάσεως. Είναι πρόθυμη η Ευρώπη να αναλάβει ένα τέτοιο έργο;
Ποια είναι η αντίληψη της ηγετικής δυνάμεως της Δύσεως, των ΗΠΑ; Επιθυμεί να μοιρασθεί ή τέλος πάντων να λάβει υπόψη της τις προτάσεις της Ευρώπης για τα ζητήματα της ηπείρου ή και για τα παγκόσμια ή θα επιδιώξει να συνεχίσει το μοναχικό δρόμο της υπερδυνάμεως; Τέλος, η Ρωσία επιθυμεί να ενταχθεί σε μια ευρωπαϊκή δομή ασφαλείας, ως ισότιμο μέλος ή θα συνεχίσει να διεκδικεί το ρόλο μεγάλης δυνάμεως, με διακριτό και ανεξάρτητο ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι;
Παρότι οι προθέσεις είναι αγαθές, δεν φαίνεται εύκολο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να ευθυγραμμισθούν πίσω από την προτάσεις Μακρόν. Η σημαντική πλειοψηφία των αντιδράσεων δείχνει να τις απορρίπτει και να οχυρώνεται υποκριτικά πίσω από τη θέση, ότι η Δύση έχει κάνει υπεραρκετά και η Ρωσία είναι αυτή που πρέπει να μετριάσει τις απαιτήσεις της. Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι δεν υπάρχει εκείνο το ευρωπαϊκό όργανο που θα εκφράσει την ευρωπαϊκή βούληση σε μια τέτοια πρωτοβουλία, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο των χωρών, ενώ ο ΟΑΣΕ εκ του αποτελέσματος είναι χρεωκοπημένος και ανυπόληπτος. ΗΠΑ και Ρωσία δεν έχουν δείξει μέχρι τώρα την παραμικρή πρόθεση να εκχωρήσουν έστω και ελάχιστο από την ισχύ που διαθέτουν.
Επίσης η Ευρώπη για να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο εγχείρημα και να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο, πρέπει να επενδύσει σημαντικά στην στρατιωτική ισχύ, οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Ωστόσο αυτό δεν είναι ορατό στο άμεσο μέλλον, καθώς το πλέον φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε στην Ευρώπη, αυτό της Γερμανίας, ύψους εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, φαίνεται να παραπέμπεται στις καλένδες, ενόψει της οικονομικής και ενεργειακής κρίσεως που μαστίζει την ήπειρο.
Τα προαναφερθέντα δεν δημιουργούν καμία αισιοδοξία ότι η Ευρώπη θα έχει τις δυνατότητες να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον τερματισμό της Ρωσο-ουκρανικής συγκρούσεως, ακόμη δεν περισσότερο να προωθήσει μέσω των ειρηνευτικών συνομιλιών μια νέα δομή ασφαλείας. Επίσης, η Ευρώπη δεν έχει τις δυνατότητες να προσφέρει εγγυημένη προστασία στα ανατολικά κράτη της, ενώ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διασκεδάσει τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζητά η Ρωσία, καθώς δεν διαθέτει ισοδύναμα με αυτή μέσα και δυνατότητες, ειδικά στο πυρηνικό και πυραυλικό πεδίο, ώστε να αποτελέσουν αντίβαρο και αντικείμενο διμερούς διαπραγματεύσεως και συμφωνίας. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι ΗΠΑ.
Αν κάποιοι στην Ευρώπη θεωρούν ότι έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν με τη Ρωσία, στο χώρο της ασφάλειας και της άμυνας και να έχουν πάνω χέρι, χρησιμοποιώντας τα αμερικάνικά όπλα, σίγουρα πλανώνται. Ουδέποτε στην παγκόσμια ιστορία, ένα κράτος έχει εκχωρήσει την ισχύ του σε κάποιον αδύναμο τρίτο, ώστε ο τελευταίος να μπορέσει να διαπραγματευθεί για ίδια συμφέροντα.
Κλείνοντας, η Ευρώπη, για να διαδραματίσει το ρόλο που φωτίζουν οι προτάσεις Μακρόν, πρέπει να επενδύσει δυναμικά στην άμυνα και να αποκτήσει κοινή φωνή και βούληση. Επιπρόσθετα, πρέπει να καταστεί δυναμικός, αξιόπιστος και εξωστρεφής παίκτης, σε ολόκληρο το φάσμα της ασφάλειας, με διαρκώς διευρυνόμενο αποτύπωμα, ώστε σταδιακά να αποκτήσει παγκόσμια εμβέλεια. Οι προτάσεις Μακρόν για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, είναι οραματικές, είναι φιλόδοξες, δυστυχώς όμως δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Απαιτείται η υποστήριξή τους με μια ευρεία στρατηγική προσέγγιση και ένα συστηματικό συμπαγές και συνεκτικό σχέδιο, με σαφείς στόχους και χρονοδιάγραμμα, άλλως η όποια δυναμική τους κινδυνεύει να εξανεμισθεί σε επικοινωνιακούς τίτλους.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ