Πώς θα είναι η Ευρώπη την επόμενη ημέρα στο εσωτερικό της και ποια θα είναι η θέση της στον κόσμο; Θα είναι πιο ισχυρή και υπολογίσιμη, με «στρατηγική αυτονομία» και οικονομική-πολιτική αυτοπεποίθηση; Ή θα είναι μικρότερη, πιο διχασμένη και με μικρότερη επιρροή στα μεγάλα ζητήματα;
Παρά το γεγονός ότι το υγειονομικό ζήτημα που έχει προκαλέσει η πρωτόγνωρη πανδημία δεν έχει απαντηθεί πειστικά και οι επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι οριστική λύση δεν θα υπάρξει προτού ανακαλυφθούν το εμβόλιο και η κατάλληλη θεραπεία για τον Covid-19, η αλήθεια είναι ότι οι πάντες έχουν αρχίσει, άλλοτε φανερά και άλλοτε σιωπηρά, να σκέφτονται αυτήν ακριβώς την επόμενη ημέρα. Μια ημέρα η οποία, αναμφίβολα, θα είναι πολύ διαφορετική από την προηγούμενη και τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Έτσι, οι άνθρωποι σκέφτονται κυρίως τη ζωή τους, οι επιχειρήσεις την επιβίωση και τη λειτουργία τους, οι κυβερνήσεις τις χώρες και το μέλλον τους και οι διάφορες ενώσεις κρατών τη θέση τους στον πλανήτη. Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε, φυσικά, να αποτελέσει εξαίρεση. Όσο για τα επιτελεία που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις, γνωρίζουν ότι το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ θα κριθούν σε τέσσερα, κυρίως, μέτωπα και από τις επιλογές που θα γίνουν σε αυτά.
Α. Οικονομική κρίση και ανάκαμψη
Με την ύφεση, την ανεργία και το ποσοστό συρρίκνωσης του ΑΕΠ να προβλέπεται ότι θα φτάσει (και μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα) σε πρωτόγνωρα για τη μεταπολεμική περίοδο επίπεδα, χειρότερα και από εκείνα που προκάλεσε η κρίση του 2008, είναι φανερό ότι οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν είναι ζωτικής σημασίας. Οι τέσσερις σύνοδοι κορυφής και τα τρία Eurogroup που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής με βασικό, αν όχι αποκλειστικό, αντικείμενο την κρίση που προκαλεί ο νέος κορονοϊός αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι πολιτικές ηγεσίες έχουν συνείδηση της κρισιμότητας αυτής της περιόδου.
Παρά δε το γεγονός ότι η δυστοκία είναι προφανής – και οπωσδήποτε ανησυχητική – είναι επίσης σαφές ότι σχεδόν οι πάντες εμφανίζονται διατεθειμένοι να βάλουν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, νερό στο κρασί τους προκειμένου να βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός συμβιβασμός, όπως φάνηκε και στην τηλεδιάσκεψη κορυφής της περασμένης εβδομάδας. Με στόχο όχι μόνο να ανακάμψουν οι δείκτες της οικονομίας, αλλά και να μην διαταραχθεί ανεπανόρθωτα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και οι πυλώνες που το στηρίζουν.
Η συμφωνία ή μη σε ένα συνολικό και μακράς πνοής πρόγραμμα, που θα αφορά εξίσου Βορρά και Νότο, ανεπτυγμένες και πιο καθυστερημένες χώρες και περιφέρειες, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων καθοριστική, καθώς θα στείλει το σχετικό μήνυμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Για την ώρα, το αποτέλεσμα δεν είναι δεδομένο, οι διεργασίες όμως είναι διαρκείς και έντονες.
Β. Ευρωπαϊκό μοντέλο παραγωγής
Στον αποκαλούμενο «Οδικό Χάρτη για την Ανάκαμψη», ο οποίος έχει καταρχήν λάβει το πράσινο φως από τις κυβερνήσεις των «27», ένας από τους βασικούς στόχους που τίθενται είναι «η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, που μπορεί να επιτευχθεί με μια δυναμική βιομηχανική πολιτική, τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και των start-ups, καθώς και τον αποτελεσματικό έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων».
Είναι προφανές ότι οι προκλήσεις στις οποίες αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα είναι πολλές. Μία από αυτές, η οποία αντικειμενικά βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας τις τελευταίες εβδομάδες, έχει να κάνει με τις ευρωπαϊκές φαρμακοβιομηχανίες. Οι προκλητικές προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να εξαγοράσει κάποιες από αυτές και να διασφαλίσει αποκλειστικότητα στα αποτελέσματα των ερευνών τους, η «διασπορά» της παραγωγής τους σε διάφορα μέρη του πλανήτη – χαρακτηριστικά, αρκετές ευρωπαϊκές εταιρίες παράγουν τα προϊόντα τους στην Ινδία, ενώ το 70% των δραστικών ουσιών που αυτά περιέχουν προέρχονται από την Κίνα – σε συνδυασμό με τις τραγικές ελλείψεις σε εξοπλισμό για τα νοσοκομεία και μέσα προστασίας για τους πολίτες και τους υγειονομικούς, κατέστησαν αδήριτη ανάγκη να υπάρξει ένα καθεστώς ευρωπαϊκής «αυτάρκειας» σε αυτό το επίπεδο, ώστε να μην παρατηρηθούν ανάλογα φαινόμενα σε μελλοντικές κρίσεις.
Δεν είναι όμως μόνο οι φαρμακοβιομηχανίες που έχουν σημασία. Κάτι ανάλογο ισχύει, επίσης, στην πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες, τη γενετική και την τεχνητή νοημοσύνη, την πολεμική βιομηχανία και, φυσικά την ενέργεια. Ειδικά όσον αφορά στο τελευταίο μέτωπο, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς και την «εμμονή» των Ευρωπαίων στην αποκαλούμενη «πράσινη ενέργεια». Με δεδομένα τα σχετικά μικρά, δυσκολότερα εκμεταλλεύσιμα και διαρκώς μειούμενα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο ευρωπαϊκό υπέδαφος (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ), η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές και τις νέες τεχνολογίες (όπως η ηλεκτροκίνηση) αποτελεί όχι απλώς στρατηγικό στόχο, αλλά μονόδρομο για την Ευρώπη. Στον βαθμό, φυσικά, που όντως θέλει να χαράξει το μέλλον της απαλλαγμένη από την ενεργειακή εξάρτηση την οποία έχει σήμερα από τους ανταγωνιστές της.
Γ. Η θέση της Ευρώπης στον κόσμο
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν ήδη περιγράψει την κρίση την οποία βιώνουμε σήμερα ως το ρέκβιεμ της παγκοσμιοποίησης – τουλάχιστον με τη μορφή που την έχουμε γνωρίσει. Εάν κάτι τέτοιο ισχύει (και υπάρχουν πολλά τα οποία συνηγορούν με την παραπάνω εκτίμηση...), τότε θα πρέπει να ακουστεί σύντομα και εδώ ένα σύνθημα που έχουν ήδη φωνάξει ο Τραμπ, ο Σι Τζινπίνγκ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν: «Πρώτα η Ευρώπη!».
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ευρώπη θα επιλέξει να κλείσει τα σύνορά της στον υπόλοιπο κόσμο, είναι βέβαιο ότι οι κυβερνώντες δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν την τάση του «οικονομικού πατριωτισμού» και του «προστατευτισμού» που αναπτύσσεται απ' άκρου εις άκρον του πλανήτη, ενίοτε με εκρηκτικούς ρυθμούς. Κι αυτό, όπως φαίνεται καθαρά και στον «Οδικό Χάρτη», έχει δύο πλευρές: Αφενός, την προστασία της εσωτερικής αγοράς, δηλαδή τόσο των παραγωγών όσο και των επιχειρήσεων, από τις κάθε είδους «εχθρικές ενέργειες», όπως οι επιθετικές προσφορές εξαγοράς ή οι παράνομες κρατικές επιδοτήσεις ανταγωνιστικών προϊόντων. Και αφετέρου, η δημιουργία «Ευρωπαίων πρωταθλητών» που θα είναι σε θέση να διεκδικούν και να κερδίζουν μάχες σε παγκόσμιο επίπεδο από τους Αμερικανούς και Κινέζους.
Δ. Νέο «κοινωνικό συμβόλαιο»
Το τέταρτο και τελευταίο μέτωπο είναι – όπως έχει αποδείξει η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών – το πιο δύσκολο και συνάμα το πιο καθοριστικό από τα τέσσερα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι χωρίς ένα τέτοιο «συμβόλαιο», το οποίο θα διασφαλίζει την εσωτερική ειρήνη και τη συνύπαρξη και συνεργασία του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων, αργά ή γρήγορα κάθε μεγάλο σχέδιο είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει, όσο φιλόδοξο και αν είναι.
Ειδικά στην Ευρώπη, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις και αναταράξεις, το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο που συνήφθη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου – το οποίο υπηρέτησε ουσιαστικά η ίδρυση της ΕΟΚ το 1957 και η μετέπειτα διεύρυνση και μετονομασία της – αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της πορείας της όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Ωστόσο, μετά από τις δύο διαδοχικές κρίσεις, τόσο ισχυρές και δομικές όπως αυτή του 2008 και η σημερινή, είναι φανερό στους περισσότερους ότι το μοντέλο αυτό έχει φτάσει πλέον στα όριά του. Για να συνεχιστεί δε η (σχετικά) ομαλή πορεία χρειάζεται εκ βάθρων αναθεώρηση ή και ολοκληρωτική αλλαγή, η οποία με τη σειρά της είναι προφανές ότι θα σφραγιστεί από την έκβαση των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα, σε όλα τα επίπεδα.