Η κατάσταση στη Συρία είναι αναμφίβολα δύσκολη για τον Ταγίπ Ερντογάν, καθώς οι απώλειες για τον τουρκικό στρατό αυξάνουν διαρκώς, χωρίς μάλιστα να συνοδεύονται από ορατά κέρδη στα πεδία των μαχών. Οι πιθανότητες δε να έχει εγκλωβιστεί σε μία παγίδα από την οποία θα βγει σοβαρά λαβωμένος είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτές.
Πρέπει να σημειωθεί δε πως ούτε η προσπάθειά του για μια τετραμερή διάσκεψη που θα τον μπορούσε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση φαίνεται να ευοδώνεται, τουλάχιστον για την ώρα. Κι αυτό διότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν δέχεται να καθίσει άνευ όρων στο ίδιο τραπέζι με τους Ερντογάν, Μακρόν και Μέρκελ τη στιγμή που τόσο ο Γάλλος πρόεδρος όσο και η Γερμανίδα καγκελάριος έχουν επιρρίψει στη Ρωσία και τον Άσαντ την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν στην Ιντλίμπ. Αντ' αυτού, μάλιστα, προτείνει μια τριμερή συνάντηση με τη συμμετοχή του Ιράν, στην οποία μειοψηφία θα είναι η Τουρκία – ενδεχομένως, με στόχο να επιβάλει την παρουσία του συμμάχου του σε μια σύνοδο με διευρυμένη σύνθεση.
Ούτε οι εξελίξεις στην Λιβύη μπορούν, όμως, να θεωρηθούν ευνοϊκές για τον «σουλτάνο» και τη χώρα του. Άλλωστε, παρά τις ενισχύσεις που λαμβάνει διαρκώς από την Άγκυρα, ο Φαγέζ αλ-Σάρατζ παραμένει περικυκλωμένος από τις δυνάμεις του πολέμαρχου Χαλίφα Χαφτάρ – ενώ την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι φέρονται να υπέστησαν σοβαρές απώλειες αυτή την εβδομάδα.
Σχέδια επί χάρτου
Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι σε κανένα από τα δύο παραπάνω μέτωπα δεν μπορεί να επικρατήσει στρατιωτικά. Έτσι, αυτό που ουσιαστικά επιδιώκει είναι να πάρει μέρος από θέση ισχύος στο παζάρι που, αργά ή γρήγορα, θα γίνει για τη μοιρασιά, με την ελπίδα όταν φύγει από εκεί θα έχει αποσπάσει τέτοια και τόσα κέρδη που θα δικαιολογούν τις απώλειες τις οποίες θα έχει υποστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι το παραπάνω σχήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σχέδιο και μια υπόθεση που συνοδεύονται από μεγάλο ρίσκο. Και μάλιστα, σε μία στιγμή που ένας νέος κίνδυνος έχει κάνει την εμφάνισή του πάνω από την παγκόσμια οικονομία, απειλώντας της με νέο κύκλο ύφεσης. Πρόκειται, φυσικά, για τον κορονοϊό ο οποίος, εφόσον εξελιχθεί σε πανδημία – κάτι που, σύμφωνα με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, είναι αναπόφευκτο και ζήτημα χρόνου – θα επιφέρει καίριο πλήγμα στον τουρισμό. Τον κλάδο, δηλαδή, που αποτελεί μία από τις βαριές «βιομηχανίες» της Τουρκίας.
Μέχρι χθες, βεβαίως, η χώρα δεν είχε αναφέρει επισήμως την ύπαρξη κάποιου κρούσματος από τον Covid-19. Είναι γεγονός, επίσης, ότι αρκετοί ειδικοί και αναλυτές επιμένουν πως η απειλή για τις αγορές δεν έγκειται κυρίως στον θανάσιμο χαρακτήρα του ιού, αλλά στο ενδεχόμενο να αποτελέσει την αφορμή για να σκάσει η «φούσκα» που έχει δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν αλλάζει την ουσία. Διότι, πολύ απλά, εάν επικρατήσει πανικός ή, έστω, η παγκόσμια ανάπτυξη αναγκαστεί να επιβραδύνει, τότε η Τουρκία θα υποστεί άμεσα τις συνέπειες.
Διαρκής διολίσθηση
Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα και η ανησυχία αποτυπώνεται στη νευρικότητα που επικρατεί στην αγορά συναλλάγματος και τις έντονες πιέσεις που δέχεται η λίρα. Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, το τουρκικό νόμισμα έχει αναδειχθεί αντικειμενικά στον «αισθητήρα» των σεισμών που πλήττουν την Τουρκία, σε γεωπολιτικό ή οικονομικό επίπεδο – όπως αποδείχθηκε στο πραξικόπημα του 2016, στην κρίση με τις ΗΠΑ το 2018, αλλά και πέρυσι, με την κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Συρία.
Παρά το γεγονός ότι από τις αρχές του έτους έχει χάσει «μόλις» το 5% της αξίας της έναντι του δολαρίου, ενώ απέχει ακόμη πολύ από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία είχε βρεθεί το καλοκαίρι του 2018, ο κίνδυνος μιας απότομης «βουτιάς» διαρκείας δεν μπορεί να αποκλειστεί – κάθε άλλο.
Απέναντι σε αυτόν, ο Ερντογάν, η κυβέρνησή του και η απόλυτα ελεγχόμενη κεντρική τράπεζα παίρνουν τα μέτρα τους και προσπαθούν να θωρακιστούν. Εάν όλα κυλίσουν με βάση τα χειρότερα σενάρια, όμως, είναι φανερό ότι δεν θα καταφέρουν να αποφύγουν το στραπάτσο.