Ίσως η πιο αξέχαστη σκηνή της συγκλονιστικής τηλεοπτικής σειράς This England που μετέδωσε τις προηγούμενες ημέρες το δίκτυο SKY στη Βρετανία λαμβάνει χώρα στο μέσον του δεύτερου επεισοδίου.
Είναι 9 Μαρτίου 2020, ο κορονοϊός έχει αρχίσει να σκοτώνει Βρετανούς, τα ημερήσια κρούσματα έχουν φτάσει τις 13.000 και ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει συγκαλέσει συμβούλιο με στενούς συνεργάτες του για επισκόπηση της κατάστασης. Ο Ντόμινικ Κάμινγκς, o στενότερος εξ απορρήτων του Τζόνσον, που έχει τον τίτλο του «ειδικού συμβούλου» στο 10 της Ντάουνινγκ Στρητ, επιχειρηματολογεί με ένταση εναντίον του lockdown και λέει στον πρωθυπουργό:
«Η μέση ηλικία των νεκρών στην Ιταλία είναι άνω των 80 ετών. Εδώ είχαμε δέκα χρόνια λιτότητας, στη διάρκεια της οποίας οι συνταξιούχοι προστατεύθηκαν και οι συντάξεις τους δε θίχτηκαν. Εν τω μεταξύ, μισθοί και ημερομίσθια πάγωσαν, τα δίδακτρα τριπλασιάστηκαν. Πρέπει να αναλογιστούμε θέματα δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών, να επαναφέρουμε ισορροπία μεταξύ της ευημερίας των νέων γενεών και των ηλικιωμένων...».
Εν ολίγοις: αφήστε τους ηλικιωμένους να πεθάνουν για να αποφύγουμε να κλείσουμε την οικονομία και να θιχτούν τα εισοδήματα και ο τρόπος ζωής των νέων (ψηφοφόρων), που ούτως ή άλλως δε διατρέχουν και τόσο μεγάλο κίνδυνο από τον κορονοϊό.
Ο Τζόνσον συναινεί. Η γνώμη του είναι η μόνη που μετράει και αυτός είναι που παίρνει την τελική απόφαση.
Δύο μέρες μετά, στις 11 Μαρτίου, με πάνω από 22 χιλιάδες κρούσματα, δημοσκόποι της κυβέρνησης διεξάγουν focus groups στη βόρεια Αγγλία. Δηλαδή, βάζουν περίπου 10 αντιπροσωπευτικούς ψηφοφόρους γύρω από ένα τραπέζι και τους κάνουν ερωτήσεις: «Πώς θα αισθανόσασταν εάν η κυβέρνηση έκλεινε τη χώρα, όπως έκανε η Ιταλία;», «Πώς θα αισθανόσασταν για την κυβέρνηση εάν το νοσοκομείο της πόλης σας παρουσίαζε την εικόνα των ιταλικών νοσοκομείων, που έχουν κατακλυστεί από ασθενείς;»
Ο Κάμινγκς επικοινωνεί τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων αυτών στον Μπόρις Τζόνσον και αυτός αποφασίζει ότι δεν μπορεί να διατάξει lockdown γιατί το πολιτικό και οικονομικό κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο.
Την επόμενη μέρα, πάλι στο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, σε μεγάλη σύσκεψη, με συμμετοχή αρμόδιων υπουργών και επιστημόνων, ο επικεφαλής του επιστημονικού συμβουλίου της βρετανικής κυβέρνησης πληροφορεί τον πρωθυπουργό ότι ένας συνεργάτης του δημιούργησε ένα μοντέλο θνησιμότητας του γενικού πληθυσμού με lockdown και χωρίς lockdown και η πρόβλεψη είναι ότι με άμεσο lockdown οι θάνατοι θα περιορισθούν σε δεκάδες χιλιάδες, από εκατοντάδες χιλιάδες χωρίς lockdown.
Ο Ντόμινικ Κάμινγκς επεμβαίνει και ρωτάει ποιος εξουσιοδότησε τον επιστήμονα να κάνει αυτούς τους υπολογισμούς. Ο επικεφαλής του επιστημονικού συμβουλίου της Βρετανικής κυβέρνησης απαντάει ότι το έκανε με δική του πρωτοβουλία. Και ο Κάμινγκς του εκρήγνυται:
«Γιατί; Εμείς αποφασίζουμε ποιες ερωτήσεις θα γίνουν. Εδώ δεν είναι σκορποχώρι που κάνει ο καθένας ό,τι θέλει».
Και ούτω καθεξής.
Την ίδια ώρα, η βρετανική κυβέρνηση, σε χρόνο ρεκόρ, δημιούργησε ένα τεράστιο νοσοκομείο νοσηλείας 4.000 ασθενών Covid, στο ανατολικό Λονδίνο, στο εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο ExCel. Ένα μήνα μετά έναρξη του lockdown, νοσοκομεία σε όλη τη χώρα αναγκαζόντουσαν να στέλνουν ασθενείς σε γηροκομεία και άλλες δευτερεύουσες εγκαταστάσεις περίθαλψης, χωρίς να τους έχουν κάνει τεστ κορωνοϊού λόγω έλλειψης τεστ.
To νοσοκομείο Nightingale, όπως ονομάστηκε το νέο νοσοκομείο, αρνείτο να δεχτεί ασθενείς γιατί κάποιος στο ΕΣΥ αποφάσισε ότι θα δεχόταν μόνο ασθενείς που είχαν Covid και όχι κάποιο άλλο υποκείμενο νόσημα (καρκίνο, κλπ.). «Μα», λέει στον διευθυντή του Nightingale, ένας γιατρός από άλλο νοσοκομείο του Λονδίνου που θέλει να στείλει ασθενείς εκεί γιατί το δικό του νοσοκομείο έχει γεμίσει, «όλοι οι ασθενείς στις ΜΕΘ έχουν υποκείμενα νοσήματα, αλλιώς δε θα κατέληγαν στις ΜΕΘ».
«Συγγνώμη», απαντάει με αμίμητη γραφειοκρατική αδιαφορία ο διευθυντής του Nightingale. «Αυτή είναι η πολιτική μας».
Η εικόνα της Βρετανικής κυβέρνησης που προκύπτει από τη σειρά του SKY, που άρχισε να γράφεται από τον μεγάλο Βρετανό σκηνοθέτη Michael Winterbottom τον Ιούνιο 2020 και στηρίζεται στις μαρτυρίες και τις εμπειρίες εκατοντάδων πρωταγωνιστών της κρίσης, τόσο μέσα στη Βρετανική κυβέρνηση όσο και στα νοσοκομεία του Βρετανικού ΕΣΥ, γηροκομεία, κλπ., είναι αποκαρδιωτική και ανησυχητική.
Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα σύστημα εξουσίας του ενός ανδρός (ή, μίας γυναικός) και ενός κυβερνητικού μηχανισμού που ελέγχεται απόλυτα και είναι υποχείριο μη εκλεγμένων κομματικών στελεχών ή/και των συμβούλων του πρωθυπουργού οι οποίοι, επί της ουσίας, ασκούν πρωθυπουργικά καθήκοντα αντ’ αυτού με πλήρη εξουσιοδότηση του.
Οι σύμβουλοι αυτοί είναι, δε, δύο ειδών: πρώην δημοσιογράφοι και νυν δημοσκόποι, δηλαδή άνθρωποι που ασχολούνται με την εικόνα της κυβέρνησης και με την διαχείριση των εντυπώσεων της κοινής γνώμης και όχι άνθρωποι με εμπειρία διακυβέρνησης ή παραγωγικής διοίκησης.
Η κυβέρνηση που περιγράφει η σειρά This England δεν είναι ούτε συλλογικό όργανο ούτε ενεργεί προς όφελος της χώρας και του βρετανικού λαού. Όλες οι κυβερνητικές ενέργειες που περιγράφονται σχετικά με την αντιμετώπιση του κορονοϊού απαντούν σε μια και μοναδική παράμετρο: τις δημοσκοπήσεις και την επόμενη εκλογική εκστρατεία. Και οι ενέργειες αυτές δεν σχεδιάζονται ή αποφασίζονται από εκλεγμένους πολιτικούς αλλά από δημοσκόπους και ειδικούς σε πολιτικό μάρκετινγκ.
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι πως το σύστημα είναι εύθραυστο και περισσότερο αυθαίρετο και φερόμενο από τυχαία συμβάντα από ό,τι θα νόμιζε κανείς – ειδικά κάποιος που γνωρίζει τα της βρετανικής δημόσιας διοίκησης και της φημολογούμενης ποιότητας και σοβαρότητας των μονίμων υπαλλήλων της.
Η εντύπωση αυτή δεν είναι ούτε βιαστική αλλά ούτε αβάσιμη. Το 2016, για να τερματίσει την αμφισβήτηση της εξουσίας του από την δεξιά πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον οργάνωσε δημοψήφισμα με το ερώτημα της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το δημοψήφισμα ήταν αυτό που στα αγγλικά λέγεται «extra legal», δηλαδή εκτός του νομικού πλαισίου. Κι αυτό γιατί η Βρετανία δεν έχει γραπτό σύνταγμα. Έχει «άγραφο σύνταγμα». Δηλαδή, ένα σύνολο παραδοσιακών συμπεριφορών (όχι «κανόνων που βασίζονται στην παράδοση», γιατί οι κανόνες, εξ ορισμού, είναι γραπτοί) που κρατούν από τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν η Βρετανία έλυσε το πολιτειακό της ζήτημα με την αιματηρή επανάσταση του 1688 και την εκτέλεση του τότε βασιλιά.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι η χώρα κυβερνάται με δομές και νοοτροπίες που έχουν τις ρίζες τους σε μια εποχή που εξουσία είχε το παλάτι και η αριστοκρατία, ενώ δικαίωμα ψήφου είχε το 10% του πληθυσμού: άντρες με περιουσία. Μια εποχή που το εκλογικό σώμα σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες, εκλογικές περιφέρειες της χώρας αποτελείτο από 10-20 γαιοκτήμονες.
Αποτέλεσμα: το Μπρέξιτ και η βαθιά, πρωτοφανής πολιτική κρίση που έχει ενσκήψει στη χώρα από εκείνο το πρωινό του Ιουνίου 2016, όταν ο κόσμος όλος ξύπνησε και έμαθε ότι οι Βρετανοί, σε ένα δημοψήφισμα που δεν προβλεπόταν από κανένα νόμο και κανένα συνταγματικό κείμενο, και που σχεδιάσθηκε και διενεργήθηκε με την ίδια σοβαρότητα και τον ίδιο επαγγελματισμό που σχεδιάσθηκε και διενεργήθηκε το δημοψήφισμα που οργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, επέλεξε την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν το χάος αυτό σας θυμίζει αμυδρά κάτι άλλο που συνέβη πρόσφατα, δεν έχετε άδικο και δεν ονειρεύεστε.
Η ίδια αυτή αίσθηση εύθραυστης ισορροπίας αναδύεται και από την Ουάσιγκτον, στα απόνερα της καταστροφικής προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Μπορεί διάφοροι να υποστηρίζουν ότι «το σύστημα άντεξε» και «οι έλεγχοι και ισορροπίες του Αμερικανικού συστήματος» δούλεψαν όπως είχαν σχεδιασθεί. Η πραγματικότητα, όμως, είναι τελείως διαφορετική. Και οι καθησυχαστικές δηλώσεις τέτοιου είδους οφείλονται στην ενδογενή τάση που έχει το ανθρώπινο μυαλό να μην αναγνωρίζει μεγάλες, θεμελιώδεις αλλαγές που συμβαίνουν στο περιβάλλον του παρά μόνο ύστερα από καιρό.
Εάν αντί του Μάικ Πενς αντιπρόεδρος ήταν, ας πούμε, ο Μαρκ Μέντοουζ, ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου και πρώην βουλευτής από τη Βόρεια Καρολίνα, και εάν αντί του Μαρκ Μίλι αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ο Μάικλ Φλυν, που, επί Ομπάμα, ήταν αντιστράτηγος και αρχηγός της Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ενόπλων Δυνάμεων, το πραξικόπημα του Τραμπ μάλλον θα πετύχαινε.
Μη ξεχνάτε ότι 147 Ρεπουμπλικανοί (8 Γερουσιαστές και 139 βουλευτές) ψήφισαν εναντίον της πιστοποίησης των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2020, δηλαδή συμπαρατάχθηκαν με την απόπειρα του Τραμπ να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εκλογών. Εάν οι Ρεπουμπλικανοί ήλεγχαν τα δύο σώματα του Κογκρέσου και ο Τραμπ είχε διορίσει άνθρωπο του χεριού του στο γενικό επιτελείο ενόπλων δυνάμεων δύσκολα θα αποτύχαινε το πραξικόπημα του.
Εξάλλου, στα τέσσερα χρόνια της θητείας του, εάν έγινε κάτι απολύτως σαφές είναι ότι «οι έλεγχοι και ισορροπίες» του Αμερικανικού Συντάγματος υπήρχαν μέχρι το 2016 όχι γιατί ήταν γραμμένες στο σύνταγμα και τους νόμους αλλά γιατί όλοι οι συμμετέχοντες στην πολιτική διαδικασία των ΗΠΑ μέχρι τότε σεβόντουσαν τους άγραφους κανόνες που αποτελούσαν το πιο σημαντικό, ίσως, στοιχείο του πολιτεύματος.
Μόλις εμφανίστηκε κάποιος που αδιαφορούσε ή περιφρονούσε τους κανόνες αυτούς, το οικοδόμημα κατέρρευσε:
Ο Πρόεδρος αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τη φορολογική του δήλωση προ των εκλογών χωρίς συνέπειες.
Ο Πρόεδρος αρνήθηκε να απεμπλακεί από τα οικονομικά του συμφέροντα μετά την εκλογή του και δεν κουνήθηκε φύλλο.
Ο Πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε οικονομικά το αξίωμα του με τον πιο χυδαίο και διεφθαρμένο τρόπο και κανείς δε μπόρεσε να τον εμποδίσει.
Ο Πρόεδρος αγνόησε επιδεικτικά τις προσκλήσεις του Κογκρέσου για να καταθέσουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε ακροάσεις επιτροπών του Κογκρέσου και δεν υπήρξαν συνέπειες.
Ο Πρόεδρος αγνόησε αιτήματα παροχής εγγράφων και άλλης πληροφόρησης προς το Κογκρέσο χωρίς να ανοίξει μύτη.
Ο Πρόεδρος παρέβη τον νόμο που απαγορεύει τη χρήση κυβερνητικών κτιρίων και εγκαταστάσεων για κομματικές προεκλογικές εκδηλώσεις και η δικαιοσύνη παρακολουθούσε από μακριά ανήμπορη.
Με αποκορύφωμα, φυσικά, την απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου 2021, που ακόμη και σήμερα παραμένει ατιμώρητη.
Το πολιτικό χάος που έχει ξεσπάσει στη Βρετανία από το 2016 και στις ΗΠΑ μέχρι το 2020 (και προβλέπεται να επαναληφθεί μετά τις εκλογές του 2024) έχει ένα κοινό στοιχείο: τα πολιτεύματα της Βρετανίας και των ΗΠΑ είναι απαρχαιωμένα.
Το Βρετανικό πολίτευμα στηρίζεται στην «παράδοση» και σε ευκαιριακές πλειοψηφίες του Κοινοβουλίου, το οποίο είναι το μοναδικό νομοθετικό όργανο του κράτους – ελλείψει πρόβλεψης για συνταγματική συνέλευση. Με ευκαιριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία άλλαξε ο Τόνι Μπλερ τις σχέσεις της Σκωτίας και της Ουαλίας με την Αγγλία. Με ευκαιριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία οργάνωσε ο ανεκδιήγητος Ντέιβιντ Κάμερον το δημοψήφισμα του 2016.
Σε μια εποχή που η Βρετανία δεν έχει τους βαθμούς ελευθερίας που της προσέδιδε το ναυτικό της και τα πλούτη της Ινδίας, η διακυβέρνηση της χώρας από μια ομάδα δημοσιοσχεσιτών που περιστοιχίζουν τον πρωθυπουργό, με ένα ad hoc νομικό πλαίσιο, και με μόνη εγγύηση σταθερότητας την επαγγελματική δημόσια διοίκηση έχει σαν αποτέλεσμα το χάος.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τόσο το εκλογικό χάος του 2000, όσο και η πλήρης κατάρρευση κάθε έννοιας νομιμότητας στα τέσσερα χρόνια της θητείας Τραμπ οφείλονται στο ελλιπές και απαρχαιωμένο Αμερικανικό σύνταγμα.
Πολλοί Αμερικανοί ιστορικοί είχαν προ πολλού επισημάνει τις υπάρχουσες ατέλειες και προβλήματα του συντάγματος όσον αφορά στο Άρθρο 2, που διέπει τα της εκτελεστικής εξουσίας (δηλ. του Προέδρου και της εκλογής του). Μάλιστα, κάποιος από αυτούς είχε πει πρόσφατα στο δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο PBS ότι οι συγγραφείς του συντάγματος, στη Φιλαδέλφεια, το καλοκαίρι του 1787, έγραψαν το Άρθρο 2 βιαστικά και χωρίς να του δώσουν την προσοχή και την επιμέλεια που επέδειξαν στο Άρθρο 1, που διέπει τα της λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας γιατί «είπαν μεταξύ τους ότι ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον θα διευθετήσει όλες τις λεπτομέρειες με τον καλύτερο τρόπο».
Όλοι ανέμεναν ότι πρώτος πρόεδρος θα ήταν ο στρατηγός Ουάσιγκτον και τον εμπιστευόντουσαν να βρει λύσεις σε ζητήματα που θα προέκυπταν λόγω των ατελειών του γραπτού κειμένου του συντάγματος και να δημιουργήσει εθιμικό δίκαιο: ό,τι έπραξε ο Ουάσιγκτον θα έπραττε ο Τζον Άνταμς, θα έπραττε ο Τόμας Τζέφερσον, θα έπραττε ο Τζέιμς Μάντισον, και ούτω καθεξής.
Μέχρι τον Τραμπ. Όπου το σύστημα κατέρρευσε γιατί ο Τραμπ δεν είχε και δεν έχει κανένα σεβασμό στους θεσμούς και κανένα ενδιαφέρον να ελέγξει τις παρορμήσεις του και τις επιθυμίες του προς όφελος της νομιμότητας και του πατριωτικού καθήκοντος που μέχρι το 2016 επεδείκνυε ο Προέδρος των ΗΠΑ.
Με λίγα λόγια, το θεσμικό κενό που υπάρχει στις ΗΠΑ είναι παρόμοιο με της Βρετανίας: Δύο πολιτεύματα που, επί της ουσίας, επινοήθηκαν και σχεδιάσθηκαν τον 18ο αιώνα για να ρυθμίσουν τη νομή της εξουσίας από πλούσιους, λευκούς γαιοκτήμονες.
Έχουμε συνηθίσει να θαυμάζουμε την μακρά κοινοβουλευτική παράδοση των ΗΠΑ και της Βρετανίας και να την περιβάλλουμε με ένα μανδύα υπεροχής, κυρίως λόγω της μακροβιότητας τους και της σπανιότητας συνταγματικών κρίσεων και πολιτικής ανωμαλίας – με εξαίρεση, φυσικά, τον εμφύλιο πόλεμο του 1861-65, που ξέσπασε λόγω των δομικών ατελειών του Αμερικανικού συντάγματος.
Όμως, τα όσα απίστευτα έχουμε βιώσει τα τελευταία έξι χρόνια πρέπει να μας οδηγήσουν να αναθεωρήσουμε όσα πιστεύαμε ότι γνωρίζουμε σχετικά με την ανθεκτικότητα των πολιτευμάτων των δύο Αγγλοσαξονικών χωρών και να προετοιμαστούμε ψυχολογικά για μεγάλες ανατροπές και ανεπανάληπτα γεγονότα τα επόμενα χρόνια.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.