του Γιώργου Παυλόπουλου
«Παγωμένες» για τους επόμενους μήνες θα παραμείνουν οι αποφάσεις σε δύο (τουλάχιστον) μείζονα μέτωπα που αφορούν τη λειτουργία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης: Αφενός, τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-''27 και, αφετέρου, την προώθηση και ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Η σύνοδος κορυφής της περασμένης εβδομάδας έδειξε, άλλωστε, ότι μπορεί οι «27» να είναι ενωμένοι όσον αφορά στη στάση τους έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου και της Τερέζα Μέι όσον αφορά στο Brexit, όμως αδυνατούν να συμφωνήσουν στα παραπάνω θέματα. Γι'' αυτό, όπως αποτυπώνεται και στο κείμενο των συμπερασμάτων, η μεν κατάληξη του προϋπολογισμού παραπέμπεται για το φθινόπωρο του 2019, ενώ και η ουσιαστική συζήτηση για την ενιαία αγορά προγραμματίστηκε για την ερχόμενη άνοιξη -χωρίς, όμως, να προαναγγέλλονται αποφάσεις ούτε γι'' αυτήν.
Η εξήγηση για όλα αυτά είναι προφανής: Με το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη να είναι πιο ρευστό παρά ποτέ και τις ευρωεκλογές του Μαΐου να αναμένονται ώστε να το αποτυπώσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια, με τους ντε φάκτο πολιτικούς ηγέτες της ΕΕ -την Ανγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν- να εμφανίζονται εξαιρετικά αποδυναμωμένοι (ιδίως ο δεύτερος) μετά τις τελευταίες εξελίξεις σε Γερμανία και Γαλλία, αλλά και με την εκκρεμότητα του Brexit να παραμένει ανοιχτή, κανείς δεν θα διακινδυνεύσει σήμερα να... εκτεθεί και να πάρει αποφάσεις που θα καθορίσουν τις επόμενες δεκαετίες της Ευρώπης. Ειδικά όταν αυτές αφορούν πλευρές που κυριολεκτικά «καίνε», όπως είναι η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων, η οποία συναντά ισχυρότατες αντιδράσεις τόσο στη Γερμανία όσο και σε πολλές ακόμη πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.
«Υπηρεσιακή» Κομισιόν
Η συγκεκριμένη διαπίστωση ισχύει πολύ περισσότερο για μια Κομισιόν η οποία σιγά-σιγά αποκτά χαρακτηριστικά ενός υπηρεσιακού οργάνου, καθώς η θητεία της λήγει μαζί με τις ευρωεκλογές -όπως, άλλωστε, και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το σκηνικό αβεβαιότητας εντείνεται και από τη μεταβατική περίοδο που διέρχεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο επικεφαλής της οποίας επίσης πρόκειται να αλλάξει στο δεύτερο μισό του 2019.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν δίστασε την περασμένη εβδομάδα να ρίξει το μπαλάκι στις πολιτικές ηγεσίες, τις οποίες κατηγόρησε, εμμέσως πλην σαφώς, για έλλειψη αποφασιστικότητας και σχεδίου ώστε να προχωρήσουν οι αναγκαίες τομές. Με άλλα λόγια, ο σημερινός επικεφαλής της ΕΚΤ ξεκαθάρισε ότι ο ίδιος και το ΔΣ έχουν κάνει ό,τι περνά από το χέρι τους, αλλά ούτε μπορούν ούτε θέλουν να υπερβούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν ανεξάρτητα.
Έτσι, οι αποφάσεις που ελήφθησαν την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες περιορίστηκαν στην υιοθέτηση της γαλλλο-γερμανικής πρότασης για την ύπαρξη ενός κοινού προϋπολογισμού της ευρωζώνης και για τη συμφωνία να δοθούν περισσότερες αρμοδιότητες στον ESM, ώστε σταδιακά να γίνει δυνατή η μετεξέλιξή του σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Ακόμη και σε αυτά τα δύο θέματα, πάντως, τα βήματα είναι πού μετρημένα και ασφαλώς δεν έχουν καμία σχέση με τις μεγαλεπήβολες εξαγγελίες που έχουν γίνει, ειδικά από την πλευρά του Μακρόν.
Για του λόγου το αληθές, ο κοινός προϋπολογισμός -μετά από σχετική απαίτηση του Βερολίνου- θα είναι πολύ περιορισμένος (της τάξης των 30 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις πληροφορίες), κάτι που αυτομάτως περιορίζει τη θετική επίδραση που μπορεί να έχει στην ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, οι προϋποθέσεις για να επωφεληθεί από αυτόν κάποια χώρα θα είναι ιδιαιτέρως αυστηρές, όπως επίσης απαίτησε η γερμανική πλευρά.
Όσο για τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε. κι εκεί οι διαφωνίες είναι πολύ σημαντικές. Αρκεί να σημειωθεί ότι ορισμένοι εταίροι προτείνουν όχι απλώς να καλυφθεί με δαπάνες των υπολοίπων η «τρύπα» που θα προκληθεί από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και να αυξηθεί το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού, έτσι ώστε να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη, την αλληλεγγύη και άλλους κρίσιμους τομείς (νέες τεχνολογίες, έρευνα, ψηφιοποίηση, «πράσινη οικονομία» κ.λπ). Απέναντί τους, όμως, έχουν εκείνους που απειλούν με βέτο σε περίπτωση που το ύψος του προϋπολογισμού δεν μειωθεί, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι αυτό ειναι το φυσιολογικό από τη στιγμή που θα μειωθούν τα μέλη της ΕΕ.
Δύσκολη η εξίσωση.
AP Photo/Michael Sohn