Του Γιώργου Παυλόπουλου
Αδιέξοδο στην προσπάθεια σχηματισμού μιας σχετικά σταθερής κυβέρνησης προμηνύουν οι προβλέψεις για το αποτέλεσμα των ιταλικών βουλευτικών εκλογών. Η συντριβή των δύο παραδοσιακών πολιτικών στρατοπέδων, του Δημοκρατικού Κόμματος και της Φόρτσα Ιτάλια, που αθροιστικά δεν φτάνουν καν το 35% (έναντι 47% το 2013), σε συνδυασμό με την στροφή στα άκρα και κυρίως την Ακροδεξιά και τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά περίπλοκο και συνάμα ανησυχητικό σκηνικό για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
Πρακτικά, κανένα από τα σενάρια που είχαν δει το φως της δημοσιότητας προεκλογικά δεν φαίνεται να δίνει κυβερνητική πλειοψηφία: Το Κίνημα Πέντε Αστέρων αναδεικνύεται πρώτο κόμμα, όπως αναμενόταν, ενισχύοντας σημαντικά το ποσοστό του, όμως δεν καταφέρνει να φτάσει τον μαγικό αριθμό των 316 εδρών που χαρίζει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον συνασπισμό του Μπερλουσκόνι με την εθνικιστική Λίγκα του Βορρά και το νεοφασιστικό μόρφωμα Αδέλφια της Ιταλίας, που δεν πλησιάζουν το 40%, το οποίο θεωρείται γενικά το όριο για να διασφαλιστεί η πλειοψηφία. Ακόμη και μια συνεργασία της Φόρτσα Ιτάλια με τους Δημοκρατικούς - αν υποθέσουμε ότι θα καταφέρουν να τα βρουν πολιτικά... - δεν συγκεντρώνει την απαραίτητη δύναμη για να σχηματίσει «μεγάλο συνασπισμό» α λα γερμανικά.
Βεβαίως, το ιδιόμορφο εκλογικό σύστημα δεν αποκλείει τελικώς να γίνει η ανατροπή και κάποιο από τα παραπάνω σχήματα να καταφέρει να φτάσει στην απόλυτη πλειοψηφία. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, η πλειοψηφία θα είναι ισχνή και εύθραυστη, ενώ αναμένονται σφοδρές αντιπαραθέσεις για το πρόσωπο του επόμενου πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Λίγκα κατάφερε να ξεπεράσει καθαρά την Φόρτσα Ιτάλια, δίνει το δικαίωμα στον ηγέτη της, Ματέο Σαλβίνι, να απαιτήσει να έχει αυτός τον πρώτο λόγο για την πρωθυπουργία και όχι ο Αντόνιο Ταγιάνι, που έχει επιλεγεί από τον Μπερλουσκόνι.
Έτσι, διόλου δεν αποκλείεται η Ιταλία να οδηγηθεί σε ένα από τα δύο απευκταία σενάρια: Είτε του σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας είτε της νέας προσφυγής στις κάλπες, με εκβιαστικά διλήμματα. Από την πλευρά της δε, η Ευρώπη έχει κάθε λόγο να ανησυχεί. Αφενός επειδή ενισχύθηκαν σημαντικά τα πάσης φύσης ευρωσκεπτικιστικά κόμματα (αθροιστικά ξεπερνούν το 50%, αν συνυπολογίσουμε το Κίνημα Πέντε Αστέρων) και, αφετέρου, επειδή η προδιαγραφόμενη νέα περίοδος πολιτικής αστάθειας στην Ιταλία δεν θα επιτρέψει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ και την ευρωζώνη όπως θα ήλπιζαν Βερολίνο και Παρίσι.
Φωτογραφία: AP