Αποχαιρετώντας τον Σίλβιο Μπερουσκόνι, η Ιταλία κοιτάζεται στον καθρέφτη, αποτιμά το χθες και ανιχνεύει το αύριο. Μαζί του «φεύγει» οριστικά μία ολόκληρη εποχή που ακολούθησε την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» και τη διάλυση της 1ης Ιταλικής (μεταπολεμικής) Δημοκρατίας. Μία εποχή που ο ίδιος «σφράγισε» ολοκληρωτικά από το επιχειρηματικό τοπίο και την κουλτούρα των μέσων ενημέρωσης έως την «εισαγωγή» του επικοινωνιακού-ρητορικού λαϊκισμού ως πολιτικό φαινόμενο.
Ο Καβαλιέρε, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιταλίας με τέσσερις θητείες στο ενεργητικό του σε πείσμα όσων έσπευδαν διαρκώς να προβλέπουν την πτώση του, έχει αφήσει πίσω του μία περίπλοκη και αμφιλεγόμενη κληρονομιά που θα κυριαρχεί στη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου για χρόνια.
«Μέση οδός» με τον Μπερλουσκόνι ουδέποτε υπήρξε· η πόλωση που συνόδευε τα λόγια και τα έργα του χώριζε τους Ιταλούς ανάμεσα σε εκείνους που τον ακολουθούσαν με σχεδόν θρησκευτική λατρεία και σε εκείνους που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους απαξίωσης του Συντάγματος, της Δημοκρατίας, καθώς και των γυναικών από έναν πρωθυπουργό που εμπλεκόταν σε πληθώρα δικαστικών υποθέσεων, εν μέσω πάγιας σύγκρουσης συμφερόντων εξαιτίας της άνευ προηγούμενου οικονομικής, μιντιακής και πολιτικής εξουσίας που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του.
«Η Ιταλία είναι η χώρα που αγαπώ. Εδώ έχω τις ρίζες μου, τις ελπίδες και τους ορίζοντές μου. Αποφάσισα να κατέλθω στην πολιτική γιατί δεν θέλω να ζω σε μία χώρα ανελεύθερη που κυβερνάται από ανώριμες δυνάμεις και πρόσωπα συνδεδεμένα με ένα πολιτικά και οικονομικά χρεοκοπημένο παρελθόν»: Με αυτά τα λόγια τον Ιανουάριο του 1994 ο Μπερλουσκόνι ανακοίνωνε την κάθοδό του στην πολιτική με την βαφτισμένη από ποδοσφαιρικό σύνθημα Forza Italia.
Ήταν ήδη γνωστός ως επιχειρηματίας και κατασκευαστής στο χώρο των ακινήτων, φίλος του Μπετίνο Κράξι και ιδιοκτήτης της Milan. Αυτό που ουσιαστικά προσέφερε ήταν το αμερικανικό όνειρο α λα ιταλικά, και μάλιστα εξέπεμψε το μήνυμα μέσω ενός εντελώς ασυνήθιστου για την εποχή τηλεοπτικού σποτ που προβλήθηκε από τα δίκτυα της μιντιακής του αυτοκρατορίας, η οποία και αποτέλεσε σταθερά «όχημα» για τη σχέση «μίσους και πάθους» που καλλιέργησε με το ιταλικό εκλογικό σώμα.
Αν και ο ίδιος στα τελευταία βήματά του δεν ήθελε να τον συγκρίνουν με τον Ντόναλντ Τραμπ -και είχε καταδικάσει ως «μαύρη ημέρα» την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο-, οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι.
Αμφότεροι ξεκίνησαν ως επιχειρηματίες, και με «όπλο» το λαϊκισμό και την προβολή στα μέσα ενημέρωσης έφθασαν να χτίσουν μία συμπαγή βάση ψηφοφόρων στα όρια της προσωπολατρίας. Απέναντι σε «κύμα» διώξεων -από φορολογικές υποθέσεις έως σεξουαλικά σκάνδαλα-, ακολούθησαν την ίδια υπερασπιστική γραμμή. Για τον Μπερλουσκόνι ήταν οι «υποκινούμενοι από την Αριστερά» δικαστές του Μιλάνου που ήθελαν να τον καταστρέψουν, ενώ ο Τραμπ δηλώνει «θύμα πολιτικού διωγμού» των Δημοκρατικών. Ο Καβαλιέρε είναι εκείνος που ουσιαστικά έδωσε το.., εγχειρίδιο χρήσης σε πολιτικά πρόσωπα εντός Ευρώπης, ενδεικτικά στον Μπόρις Τζόνσον και όχι μόνο, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφθασε να αντανακλά το πρόσωπο της Ιταλίας όχι μόνο από πολιτικής άποψης, αλλά και όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, το αξιακό σύστημα, τον πολιτισμό, το σεξ και την αίγλη που «έφερε» πρώτος στην ιταλική τηλεόραση για να ακολουθήσει την ίδια φόρμουλα όταν αποφάσισε να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, κατά βάση ως μέσο προάσπισης των οικονομικών συμφερόντων του και ασυλίας έναντι διώξεων, αλλά και για αυτοπροβολή.
Χαρισματικά επικοινωνιακός, ευφυής, φιλόδοξος και ασυγκράτητος, επιβίωσε ανάμεσα σε κατηγορίες για διαφθορά, «μπούνγκα μπούνγκα» πάρτι, ακόμη και σε δίκη για εκπόρνευση ανηλίκου. Έλεγε πάντα ότι ήταν άνθρωπος των αγορών, αλλά οι αγορές τελικά των «παραίτησαν» το 2011 λίγο πριν κινδυνεύσει να «εκραγεί» η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Μαζί του όμως είχε ήδη αλλάξει η Ιταλία. Ακριβώς επάνω στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού και τη μπερλουσκονική εμπειρία «πάτησαν» το αντισυστημικό Κίνημα 5 Αστέρων, η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τα Αδέλφια της Ιταλίας (FdI) της νυν πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, που είχε θητεύσει παλαιότερα ως υπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Μπερλουσκόνι. Ήταν εκείνος, άλλωστε, που είχε ανοίξει το δρόμο συμμαχώντας το 2007 με τη νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία του Τζανφράνκο Φίνι, στην οποία έχει τις «ρίζες» της η Μελόνι.
Επί Μπερλουσκόνι εδραιώθηκε ο δικομματισμός στην Ιταλία αφότου ο ίδιος είχε κηρύξει ως αντίπαλο τους «κομμουνιστές», τους οποίους «ξανα-ανακάλυψε» αφότου ήλθε στην εξουσία· ίσως για πρώτη φορά αντιπαρατίθεντο κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, γεγονός που οι αναλυτές εντάσσουν στα «συν» καθώς «απλοποιήθηκε» μεν κατά κάποιο τρόπο η πολιτική, ωστόσο με το πέρας των ετών αυτή η μετωπική αντιπαράθεση μπερλουσκονισμού και αντιμπερλουσκονισμού δεν επέτρεψε στην Ιταλία να κάνει μεγάλα βήματα στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.
Διάδοχος δεν υπάρχει. Ο Μπερλουσκόνι ήταν ένας και δεν «αναπαράγεται». Η πολιτική κληρονομιά και οι ψηφοφόροι του θα απορροφηθούν από την Τζόρτζια Μελόνι. Και αυτό επίσης είναι επίπτωση του μπερλουσκονισμού, σημειώνει ο διευθυντής της εφημερίδας La Stampa Μάσιμο Τζανίνι, επισημαίνοντας πως πρόκειται για στοιχείο επιβεβαίωσης μίας πολιτικής ανωμαλίας στην Ιταλία, η οποία δεν είχε ποτέ μία πραγματική Δεξιά -συντεταγμένη, ρεπουμπλικανική, μετριοπαθή.
«Σήμερα, που τον αποχαιρετάμε με στοργή και θυμόμαστε επίσης πόσο κακό άφησε σε αυτή τη χώρα ξεκινώντας από μία τεράστια σύγκρουση συμφερόντων, μπορούμε να πούμε για τον μπερλουσκονισμό αυτό που ο Πιέρο Γκομπέτι [σ.σ. αγωνιστής κατά του φασισμού διανοούμενος και δημοσιογράφος] ανέφερε το ‘20 για τον φασισμό: Ήταν από κάθε άποψη άλλη μία αυτοβιογραφία του έθνους», αναφέρει ο Μάσιμο Τζανίνι...
Διαβάστε επίσης
Μπερλουσκόνι: Αντίπαλοι και υποστηρικτές τον «αποχαιρετούν»
Μελόνι για θάνατο Μπερλουσκόνι: Δεν φοβήθηκε να υπερασπιστεί τις ιδέες του
Πούτιν και Όρμπαν, από τους πρώτους παγκόσμιους ηγέτες που «αποχαιρέτισαν» τον Μπερλουσκόνι