Στο διεθνές «μικροσκόπιο» μπαίνουν οι σημαντικοί πόροι ρωσικής προέλευσης που περνούν μέσω της Κύπρου, με την κυβέρνηση του προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη να χαράσσει γραμμή οχύρωσης της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος υπό το φως της συμπερίληψης Κυπρίων στις ανανεωμένες λίστες κυρώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, οι οποίες στοχεύουν πρόσωπα και εταιρείες που κατηγορούνται ότι ενεργούσαν ως «οικονομικοί μεσάζοντες» για λογαριασμό Ρώσων ολιγαρχών.
Ενώπιον του πρώτου μείζονος ζητήματος που καλείται να διαχειριστεί αφότου ανέλαβε την προεδρία -και το οποίο έχει σοβαρές προεκτάσεις για την οικονομία και τη διεθνή εικόνα της Κύπρου-, ο Νίκος Χριστοδουλίδης εκπέμπει το μήνυμα ότι δεν θα επιτραπούν φαινόμενα που εκφεύγουν του πλαισίου των κυρώσεων, η χώρα συμμορφώνεται πλήρως με το πλαίσιο και δεν θα επιτραπεί η αμαύρωση του ονόματός της, ενώ την ίδια στιγμή οι κυπριακές τράπεζες αυξάνουν την πίεση στους Ρώσους πελάτες τους.
Έως και 6.000 Ρώσοι, φυσικά πρόσωπα και οντότητες, έχουν παραλάβει ήδη ειδοποίηση από την Τράπεζα Κύπρου ότι οι λογαριασμοί τους θα κλείσουν εφόσον δεν παρουσιάσουν εντός διμήνου αξιόπιστα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο, σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλούνται οι εφημερίδες Πολίτης και Φιλελεύθερος. Οι επιστολές αφορούν πελάτες με ρωσικά διαβατήρια που δεν κατοικούν σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά ρεπορτάζ είχαν προηγηθεί στη ρωσική έκδοση του Forbes και το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, βάσει των οποίων το κλείσιμο λογαριασμών Ρώσων πελατών τους δρομολογούν και υποκαταστήματα της Ελληνικής Τράπεζας και της Alpha Bank.
Κύπριοι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα ζητήματα που εγείρονται με τη δημοσιοποίηση των ανανεωμένων καταλόγων κυρώσεων σηματοδοτούν την αρχή του τέλους της «χρυσής» εποχής της βιομηχανίας των υπηρεσιών που ήταν προσανατολισμένες προς τη Ρωσία, και όσες εταιρείες δεν κατάφεραν να απεξαρτηθούν από τη Ρωσία και να δημιουργήσουν νέες πηγές εισοδήματος από την Ασία, την Αφρική ή τις ΗΠΑ, πλέον θα αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα, και οι ίδιες και το προσωπικό τους.
«Μπαίνουν πολλά ερωτηματικά στις σχέσεις της Κύπρου ως χρηματο-οικονομικό κέντρο. Είναι ακόμη μία πληγή στο όνομα της χώρας, ένα ακόμη εμπόδιο στο να κάνουμε δουλειές με χώρες της Δύσης. Είναι μία κατάσταση που αναμέναμε εν πολλοίς, δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, ξέραμε ότι ένα κομμάτι του τομέα των χρηματοικονομικών υπηρεσιών ασχολείται και έχει πάρε-δώσε με τη Ρωσία, και ενδεχομένως με Ρώσους ολιγάρχες, αλλά δεν προλάβαμε τη ζημιά» αναφέρει ο αναλυτής Γιώργος Γεωργίου στον Alpha Κύπρου.
Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία κινούνται πλέον πιο συντονισμένα, και πιο «επιθετικά», προς περαιτέρω αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας και κυρίως των ολιγαρχών που περιβάλλουν το καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο πρώτος χρόνος του πολέμου στην Ουκρανία συνοδεύτηκε από πρωτοφανές μπαράζ διεθνών κυρώσεων με ζητούμενο να αποκοπεί η Ρωσία από την παγκόσμια οικονομία και να υποβαθμιστεί η αμυντική της βιομηχανία. Σήμερα, και ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς ορατή ημερομηνία λήξης, η Δύση εστιάζει στο να σφραγίσει τις ρωγμές που επιτρέπουν σε ολιγάρχες και εταιρείες-κέλυφος να παρακάμπτουν τα περιοριστικά μέτρα.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο, αναμένεται να υιοθετηθούν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και οι κυπριακές τράπεζες ήδη έχουν παγώσει τους λογαριασμούς φυσικών και νομικών προσώπων που περιλαμβάνονται στις σχετικές λίστες.
Ανάμεσά τους βρίσκονται εννέα Κύπριοι που κατηγορούνται ότι λειτουργούσαν ως οικονομικοί μεσάζοντες για λογαριασμό του Ρώσου κροίσου και πρώην ιδιοκτήτη της ποδοσφαιρικής ομάδας Τσέλσι, Ρομάν Αμπράμοβιτς, καθώς και του ολιγάρχη Αλισέρ Ουσμάνοφ και της USM Holdings, της κύριας οντότητας μέσω της οποίας ο τελευταίος κατέχει και ελέγχει την πλειοψηφία των εταιρειών του. Στοχοθετούνται επίσης έξι φυσικά πρόσωπα ρωσικής καταγωγής που έχουν αποκτήσει κυπριακό διαβατήριο, προφανώς μέσω του αμφιλεγόμενου προγράμματος «χρυσής βίζας» που ανακλήθηκε το 2019, ορισμένα εκ των οποίων διατηρούσαν στενές σχέσεις με το καθεστώς Πούτιν, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Πηγή ανησυχίας για τη Λευκωσία αποτελεί εάν η λίστα κυρώσεων ΗΠΑ-Βρετανίας διευρυνθεί και με άλλα ονόματα Κυπρίων. Υπό το βάρος σχετικής φημολογίας και στο πλαίσιο κατάρτισης ενός «οδικού χάρτη» για τη διαχείριση του ζητήματος, η κυπριακή κυβέρνηση έχει ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε Ουάσινγκτον και Λονδίνο να της διαβιβάσουν στοιχεία τα οποία κατόπιν θα αξιολογηθούν από τη Νομική Υπηρεσία. Ταυτόχρονα, σε σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας, αποφασίστηκε η σύσταση Εθνικής Μονάδας Εφαρμογής Κυρώσεων που θα λειτουργεί με τη συνδρομή της αντίστοιχης υπηρεσίας της Βρετανίας.
Με οικονομικές σχέσεις που χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κύπρος αποτέλεσε ασφαλές «λιμάνι» για τις περιουσίες Ρώσων επενδυτών και ολιγαρχών, προσφέροντας χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και τραπεζική εχεμύθεια. Οι δεσμοί έγιναν ακόμη ισχυρότεροι μετά το 2003 όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν άρχισε να περιορίζει την ανεξαρτησία των ολιγαρχών της Ρωσίας. Τα τελευταία χρόνια, η Λευκωσία προσπαθεί να απεμπλακεί σταδιακά από τη ρωσική εγγύτητα, γεγονός που, υπό του φως του πολέμου στην Ουκρανία, ΗΠΑ και ΕΕ αξιώνουν πλέον μετ’ επιτάσεως.
Βάσει των στοιχείων που παρουσίασε ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Κωνσταντίνος Ηροδότου, στη σύσκεψη που έλαβε χώρα υπό την προεδρία του Νίκου Χριστοδουλίδη, τα τελευταία χρόνια 43.000 εταιρείες-κέλυφος έχουν κλείσει στην Κυπριακή Δημοκρατία, 123.000 τραπεζικοί λογαριασμοί έχουν επίσης κλείσει και σήμερα επί του συνόλου των καταθέσεων μόνο 2,2% έχουν τελικούς δικαιούχους Ρώσους υπήκους.
Όσο για τον πλούτο ολιγαρχών, περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους άνω των 58 δισ. δολαρίων, που ανήκουν ή ελέγχονται από πρόσωπα ενταγμένα στις λίστες κυρώσεων, έχουν μπλοκαριστεί ή κατασχεθεί μέχρι στιγμής παγκοσμίως, βάσει πρόσφατης ανακοίνωσης της διεθνούς task force που έχει συγκροτηθεί με στόχο το συντονισμό και την εφαρμογή των κυρώσεων και «συνενώνει» Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.