Ήταν μια προεκλογική δέσμευση του Ντόναλντ Τραμπ, η νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού (USMCA) που τίθεται σήμερα σε ισχύ σε μια στιγμή κατά την οποία τα σύνορα μεταξύ των τριών χωρών είναι μερικώς κλειστά λόγω της πανδημίας της Covid-19.
Οι μη απαραίτητες μετακινήσεις μεταξύ των τριών χωρών έχουν ουσιαστικά απαγορευθεί έως τις 21 Ιουλίου προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο νέος κορονοϊός. Ωστόσο, συνεχίζεται η ροή των εμπορευμάτων.
Η συμφωνία USMCA δεν τίθεται μόνο σε ισχύ σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον αλλά απέχει πολύ από το να εξαλείψει όλα τα ζητήματα τριβής μεταξύ των τριών εταίρων, των οποίων οι οικονομίες είναι διαχρονικά αλληλοεξαρτώμενες.
«Αυτό μοιάζει περισσότερο με μια προσωρινή εκεχειρία με την κυβέρνηση Τραμπ απ’ ό,τι μια επιστροφή στη σταθερότητα στο εμπόριο στη Βόρεια Αμερική», δήλωσε ο Έντουαρντ Άλντεν, ειδικός σε θέματα διεθνούς εμπορίου στο Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις. Και οι εμπορικές εντάσεις μπορούν να αναζωπυρωθούν ανά πάσα στιγμή με έναν Αμερικανό πρόεδρο που βρίσκεται σε εκστρατεία για την επανεκλογή του τον Νοέμβριο.
Στις 17 Ιουνίου, πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία, ο Αμερικανός αντιπρόσωπος για το εμπόριο (USTR) Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ, που ο ίδιος διαπραγματεύθηκε τη συμφωνία, δήλωσε στο Κογκρέσο ότι η κυβέρνηση του Τραμπ είναι έτοιμη να λάβει μέτρα τόσο «συχνά» όσο χρειάζεται απέναντι σε πιθανές παραβιάσεις της νέας συμφωνίας.
Υπογράμμισε ιδιαίτερα ότι οι ομάδες του θα παρακολουθούν στενά το θέμα των εμπορίου των γαλακτοκομικών προϊόντων, που αποτελεί εδώ και καιρό σημείο τριβής μεταξύ των Αμερικανών και των Καναδών γεωργών.
Για το Μεξικό, ο Λαϊτχάιζερ μίλησε για υφιστάμενες διαμάχες, αναφερόμενος στην άρνηση του Μεξικού να εγκρίνει τις νέες εισαγωγές αμερικανικών γενετικά τροποποιημένων προϊόντων τα δύο τελευταία χρόνια.
Η USMCA αντικαθιστά τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA), που χρονολογείτο από το 1994 και κρίθηκε ομοφώνως παρωχημένη.
Ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, που κατ’ επανάληψη την είχε χαρακτηρίσει τη «χειρότερη εμπορική συμφωνία» στην Ιστορία των ΗΠΑ, επέβαλε την επαναδιαπραγμάτευσή της μερικούς μήνες μετά την άφιξή του στον Λευκό Οίκο.
Κατηγορώντας την ότι κατέστρεψε χιλιάδες θέσεις εργασίας στην αυτοκινητοβιομηχανία λόγω της μετεγκατάστασης της παραγωγής στο Μεξικό όπου τα εργατικά χέρια είναι πιο φθηνά, κατέφερε τελικά να εξασφαλίσει σημαντικές αλλαγές στους «κανόνες προέλευσης» επιτρέποντας σε αμερικανικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο σε αυτή τη βιομηχανία.
-Καναδικό αλουμίνιο-
Το αρχικό κείμενο της USMCA υπογράφηκε στις 30 Νοεμβρίου του 2018 αλλά έπρεπε να υποβληθεί σε πολλές τροποποιήσεις ύστερα από αιτήματα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ. Η τελική εκδοχή του επικυρώθηκε στα τέλη του 2019.
Για την ώρα, οι τρεις χώρες μπορούν να είναι ικανοποιημένες που διατηρείται η αρχή μιας ευρείας ζώνης ελεύθερου εμπορίου αγαθών χωρίς δασμούς.
Η συμφωνία, που επηρεάζει περίπου 500 εκατ. κατοίκους, είναι κρίσιμη για τις τρεις οικονομίες, που σήμερα είναι αλληλοεξαρτώμενες. Το 2019, το εμπόριο μεταξύ των τριών ανήλθε σε περίπου 1.200 δισεκ. δολάρια. Και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) των οικονομιών τους συνολικά αντιπροσωπεύει περίπου το 27% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
«Με τη νέα συμφωνία, καταφέραμε να προστατεύσουμε τις βιομηχανίες μας του τομέα πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή και για το μέλλον, καταφέραμε να διασφαλίσουμε την καλύτερη προστασία για την αυτοκινητοβιομηχανία μας», δήλωσε προχθές ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό σε τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Παράλληλα, εξέφρασε την ικανοποίησή του που η κυβέρνησή του κατάφερε «να προστατεύσει την προνομιακή πρόσβαση για χιλιάδες και χιλιάδες καναδικές επιχειρήσεις και για εκατομμύρια Καναδούς στην αμερικανική αγορά σε μια στιγμή προστατευτισμού και αβεβαιότητας στο παγκόσμιο εμπόριο».
Από την άλλη, αναφέρθηκε στις εικασίες ότι ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να επιβάλει εκ νέου δασμούς στο καναδικό αλουμίνιο.
«Πράγματι, ακούμε τις ανησυχητικές προτάσεις αναφορικά με τους πιθανούς δασμούς στο αλουμίνιο», δήλωσε.
«Δεν παράγουν αρκετό αλουμίνιο στις ΗΠΑ για να μπορέσουν να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και να αυξήσουν την τιμή του αλουμίνιου για τους δικούς τους εργαζομένους… για τις δικές τις εταιρίες, είναι κακή ιδέα», δήλωσε.