Η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη, υπό το πρίσμα των δυσμενών προβλέψεων που περιλαμβάνει η εαρινή έκθεση της Κομισιόν, είναι το ένα από τα έξι (το τέταρτο κατά σειρά, για την ακρίβεια) θέματα που περιλαμβάνει η ατζέντα του Eurogroup, που πραγματοποιείται στις 4 (ώρα Ελλάδας) σήμερα.
Όποιος, όμως, επιχειρήσει να αναζητήσει κάτι πιο συγκεκριμένο στον προγραμματισμό και τα προπαρασκευαστικά έγγραφα που συνοδεύουν και αυτή την συνεδρίαση, μάλλον θα απογοητευτεί. Πολύ περισσότερο εάν ψάξει για μια νότα αισιοδοξίας ή για ένα σημάδι που να δείχνει πρόοδο στις διαπραγματεύσεις αναφορικά με το «πακέτο» το οποίο ενέκριναν καταρχήν οι ηγέτες των «27» στην τελευταία σύνοδο κορυφής – το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, περιλαμβάνει και τη δέσμευση για συγκρότηση ενός Ταμείου Ανάκαμψης.
Για την ακρίβεια, αντί της αισιοδοξίας και της προόδου, αυτό που θα κυριαρχεί θα είναι – για μια ακόμη φορά – ο σκεπτικισμός και τα πολλά ερωτηματικά. Κάτι φυσικό, άλλωστε, αφού έχει προηγηθεί η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία έχει προκαλέσει κυριολεκτικά σοκ – για δύο κυρίως λόγους.
QE, το μοναδικό «όπλο»
Ο πρώτος είναι ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να χαρακτηρίσει παράνομο το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που μόνο για φέτος ξεπερνά το 1 τρισ. ευρώ και είναι το μοναδικό ισχυρό εργαλείο που διαθέτει σήμερα πρακτικά η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την κρίση της πανδημίας. Όπως διευκρίνισαν οι Γερμανοί δικαστές, αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που η ΕΚΤ δεν δώσει επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις για τη σκοπιμότητα και τους στόχους του προγράμματος, για το πού κατευθύνονται τα χρήματα που αντλούν τα κράτη-μέλη και ποιοι όροι συνοδεύουν την αγορά των ομολόγων τους από την κεντρική τράπεζα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με την κίνηση αυτή, η γερμανική πλευρά αποφασίζει να αμφισβητήσει την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του δικού της εθνικού δικαίου. Κι αυτό, προφανώς, μπορεί να στείλει το λάθος σήμα προς εκείνους που εδώ και καιρό υποστηρίζουν τις εθνικές τους θέσεις έναντι των κοινών ευρωπαϊκών σε μια σειρά μείζονα ζητήματα – όπως είναι, για παράδειγμα, η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν και η Πολωνία του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι.
Η αλήθεια είναι πως αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν να αντιδράσουν άμεσα και να διαμηνύσουν στην Καρλσρούη (εκεί έχει την έδρα του το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο) και την καγκελαρία του Βερολίνου ότι η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών είναι κατοχυρωμένη και αδιαπραγμάτευτη. Από τους πρώτους ήταν η πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ.
Κρ. Λαγκάρντ: Συνεχίζουμε απτόητοι
«Είμαστε ένας ανεξάρτητος θεσμός, υπόλογος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με συγκεκριμένη εντολή. Απτόητοι, θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να ανταποκριθούμε σε αυτή την εντολή», είπε χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ. «Παραμένουμε πιο αποφασισμένοι παρά ποτέ να διασφαλίσουμε υποστηρικτικά χρτηματοδοτικά εργαλεία για όλους τους τομείς και τα κράτη, προκειμένου να απορροφήσουν αυτό το άνευ προηγουμένου σοκ», σημείωσε από την πλευρά του ο Λουίς ντε Γκίντος.
«Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου δεν αποτελεί παράγοντα σταθερότητας», ήταν το σχόλιο του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Μπρινό λε Μερ, ενώ ο Ευρωπαίος επίτροπος για θέματα εμπορίου, Φιλ Χόγκαν, ξεκαθάρισε: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Κομισιόν, ως θεματοφύλακας των συνθηκών της ΕΕ, θα κάνει τα πάντα ώστε να γίνει κατανοητό από κάθε κράτος-μέλος ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η νομική διευθέτηση των θεμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπερέχουν των εθνικών θεσμών».
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως οι Γερμανοί και γνωρίζουν καλά τι προβλέπουν οι συνθήκες και δεν έχουν πρόθεση να αμφισβητήσουν την ΕΚΤ και το πρόγραμμα ποσοστικής χαλάρωσης. Ακολουθούν, όμως, την τακτική «χτυπάω το σαμάρι για να ακούσει ο γάιδαρος». Με άλλα λόγια, ρίχνουν προειδοποιητικές βολές εκεί, θέλοντας να αναγκάσουν τους πάντες να συνειδητοποιήσουν ότι οι όροι τους για το Ταμείο Ανάκαμψης και το υπόλοιπο «πακέτο» θα είναι ιδιαιτέρως σκληροί.